Λέγεται ότι το έθιμο ξεκίνησε όταν ο προπολεμικός δήμαρχος Κώστα Κοτζιάς (από τον οποίο έχει πάρει και την ονομασία της η σχετική πλατεία) άφησε το 1936 στα πόδια του τροχονόμου δυο γαλοπούλες, ως πρωτοχρονιάτικο δώρο.
Πριν μπουν τα φανάρια στους δρόμους, υπήρχαν τροχονόμοι μέσα σε κουβούκλια οι οποίοι ρύθμιζαν την κυκλοφορία, ενίοτε μάλιστα με κίνδυνο της ζωής τους και φυσικά πολύ συχνά υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Μπορεί το έθιμο να ξεκίνησε με γαλοπούλες, αλλά επεκτάθηκε σε κάθε λογής δώρα και «καλούδια». Το επάγγελμα του Τροχονόμου εκλήφθη ως λειτούργημα με κοινωφελή δράση και ο χαμηλός μισθός του αύξησε την εορταστική «δημοφιλία» του.
Παραμονές εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, απλοί πολίτες, ιδιώτες και εταιρείες συνήθιζαν να αφήνουν τα δώρα τους στο βαρέλι του τροχονόμου στο Σύνταγμα, στα Χαυτεία, στους Αμπελόκηπους, στην Κηφισιά.
Τρόφιμα, ποτά, γλυκά, τσιγάρα τα πρώτα χρόνια (η παράδοση συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά την Κατοχή) και οτιδήποτε έβαζε ο νους μετά το ’60. Υφάσματα, μωσαϊκά, πλακάκια, μάρμαρα, εκπτωτικά κουπόνια για την κρεαταγορά μέχρι και ηλεκτρικές συσκευές, συναθροίζονταν στα πόδια του τροχονόμου, ο οποίος κάποιες φορές μετά βίας ξεχώριζε ανάμεσα στα δώρα.
Την παλιά εποχή οι πολιτικάντηδες έκαναν τη λεζάντα τους, δίνοντας στους Τροχονόμους φάκελους με χρήματα… συνοδεία βέβαια φωτογράφου για το σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα.
Η ευρηματικότητα δε του Έλληνα για δωρεάν διαφήμιση κατέστησε την προσφορά στον Τροχονόμο περίοπτη υπόθεση. Οι εταιρείες έδιναν... μάχη για να προβληθούν με αφίσες τους δίπλα στα πακέτα.
Τα καλούδια συγκεντρώνονταν στα κεντρικά γραφεία της Τροχαίας και ακολουθούσε διανομή. Κάπως έτσι η Τροχαία ανταπέδιδε επιστρέφοντας τις γιορτινές μέρες στους παραβάτες του ΚΟΚ τις πινακίδες που «σήκωνε…»
Το έθιμο σταμάτησε τη δεκαετία του ’70 με την τοποθέτηση των φαναριών.