Το 1904 μοιάζει σήμερα με αρχαία ιστορία. Ένας μακρινός, σχεδόν κοκκώδης, ασπρόμαυρος κόσμος, χωρίς τηλεόραση, συχνότητες στα FM και φυσικά internet.
Είναι, όμως, μια περίοδος όπου η ανθρωπότητα δεν έχει ακόμα εμπλακεί σε δύο παγκόσμιους πολέμους και οι σπουδαίοι εφευρέτες έχουν τις προϋποθέσεις, για να δώσουν οντότητα στα καινοτόμα οράματά τους. Από το σχεδιασμό του μοιραίου, οκτώ χρόνια αργότερα, «Τιτανικού», την πτήση των αδελφών Ράιτ, μέχρι τις νέες σελίδες που άνοιγαν στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Θα έπρεπε να περάσουν ακόμα εννέα χρόνια (1913), μέχρι τη στιγμή που ο Χένρι Φορντ θα παρουσίαζε στον κόσμο, την πρώτη κινούμενη γραμμή συναρμολόγησης, που θα έκανε τα αυτοκίνητα πιο οικονομικά και πιο προσιτά, αλλά ήδη από το 1886 και τον εμβληματικό Καρλ Μπενζ, το νερό είχε μπει στο αυλάκι.
Τί το ρηξικέλευθο συνέβη, τέτοιες ημέρες και για την ακρίβεια στις 4 Μαΐου 1904, στον κόσμο της αυτοκίνησης; Πολύ απλά, ένας ακούραστος μηχανικός, ο Χένρι Ρόις, συνάντησε ένα αριστοκράτη, λάτρη της ταχύτητας τον Τσαρλς Στιούαρτ Ρολς και ένωσαν τις δυνάμεις τους, για μια από τις πιο εμβληματικές μάρκες στην ιστορία! Ποιοι ήταν αλήθεια, οι -τελείως διαφορετικοί, μεταξύ τους, αλλά ιδανικά ταιριαστοί, ως προς το τελικό ομαδικό αποτέλεσμα- ιδρυτές της Rolls-Royce;
Χένρι Ρόις, ο μηχανικός
Η ιστορία του Χένρι Ρόις, ξεκίνησε πρακτικά το 1884, όταν ίδρυσε στο Μάντσεστερ, την εταιρεία FH Royce & Co., παράγοντας μικροαντικείμενα όπως κουδούνια πόρτας με μπαταρίες. Στην πορεία, προχώρησε στην κατασκευή βαρέως εξοπλισμού, όπως γερανοί και σιδηροδρομικό υλικό.
Μετά από περίπου δύο δεκαετίες, η εταιρεία άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, λόγω του ανταγωνισμού από μια εισροή φθηνότερων προϊόντων από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Η τελειομανία και η εμμονή του Ρόις με τη βελτίωση, σήμαιναν ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή έκπτωση στην ποιότητα των προϊόντων του.
Το πλήρωσε με την υγεία του και με εντολή των γιατρών υποχρεώθηκε να κάνει ένα μεγάλο διάλλειμα και ένα -καθοριστικό, όπως αποδείχθηκε- ταξίδι στη Νότια Αφρική. Επιστρέφοντας, απέκτησε το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα γαλλικό Decauville 10 HP, το οποίο και θα διαλύσει, για να αναλύσει κάθε εξάρτημά του, με τη βοήθεια ενός βραχύσωμου μηχανικού του, του Έρνεστ Γούλερ.
Πάνω στο Decauville, o Ρόις -που είχε εγκαταλείψει το σχολείο στα 10 του- ξεδίπλωσε όλο το αυτοφυές ταλέντο του ως μηχανικός, εισάγοντας μοναδικές καινοτομίες για την εποχή.
Τσαρλς Στιούαρτ Ρολς, ο dealer!
O Ρολς ήταν το alter ego του Ρόις, για να συμπληρωθεί το τέλειο παζλ. Αριστοκρατικός, ευγενής, με άριστες διασυνδέσεις και στο υψηλότερο επίπεδο μόρφωση, για την εποχή, ως αριστούχος απόφοιτος του Κέμπριτζ.
Αυτό που μοιράζονταν οι δύο άνδρες, χωρίς καν να γνωρίζονται, ήταν το πάθος για τη μηχανική. Τον Ιανουάριο του 1902, η Rolls άνοιξε μια από τις πρώτες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων της Βρετανίας, την CS Rolls & Co., στο Φούλαμ του δυτικού Λονδίνου.
Ο Ρολς είχε γίνει φίλος με τον Χένρι Έντμουντς, από τη Λέσχη Αυτοκινήτου της Μεγάλης Βρετανίας, μια γνωριμία που έμελλε να είναι καθοριστική, καθώς αυτός ήταν ο συνδετικός κρίκος για τη γνωριμία με τον Ρόις.
Όταν αυτό συνέβη, το 1904, ο Ρολς είπε ενθουσιασμένος στον συνεργάτη του, Κλοντ Τζόνσον ότι: «βρήκα τον καλύτερο μηχανικό αυτοκινήτων στον κόσμο». Η Rolls συμφώνησε να πουλήσει όλα τα αυτοκίνητα που θα μπορούσε να κατασκευάσει η Royce και τα υπόλοιπα είναι, κυριολεκτικά, ιστορία.
Αντί επιλόγου
«Από μια σύγχρονη οπτική, το 1904 μπορεί να αισθάνεται απίστευτα μακριά από την εποχή μας. Αλλά ήταν μια εποχή μοναδικών εφευρέσεων, καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου, στην οποία εμφανίστηκαν για πρώτη φορά πολλά από τα πράγματα που τώρα θεωρούμε δεδομένα. Η Rolls-Royce γεννήθηκε σε αυτόν τον εξαιρετικά δυναμικό, δημιουργικό κόσμο και θα συνέχιζε να τον διαμορφώνει βαθιά και αμετάκλητα. Κοιτάζοντας πίσω, η συνάντηση των Rolls και Royce φαίνεται κάπως προδιαγεγραμμένη, με τα τόξα της αντίστοιχης καριέρας τους μέχρι εκείνο το σημείο να την κάνουν να φαίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Στην πραγματικότητα, προέκυψε μέσω ενός πλέγματος τυχαίων συνδέσεων και αλληλεπικαλυπτόμενων σχέσεων. Χωρίς αυτά, δεδομένου του πολύ διαφορετικού τους υπόβαθρου και των κοινωνικών κύκλων, θα μπορούσε να μην είχε συμβεί ποτέ. Είμαστε περήφανοι που συνεχίζουμε την αξιοσημείωτη ιστορία τους, για να γιορτάσουμε και να χτίσουμε πάνω στη μοναδική τους κληρονομιά 120 χρόνια αργότερα».
Andrew Ball, Επικεφαλής Εταιρικών Σχέσεων και Heritage, Rolls-Royce Motor Cars
Πηγή: Autoblog.gr
Το πρώτο «Ασημένιο Βέλος» της Mercedes-Benz που παρουσιάστηκε πριν από 90 χρόνια
Πριν από 90 χρόνια, το μονοθέσιο με την κωδική ονομασία W 25 ήταν το αγωνιστικό αυτοκίνητο που δημιούργησε το μύθο «Ασημένιο Βέλος» για τη Mercedes-Benz. Ορισμός που ισχύει ακόμα και σήμερα και επεκτείνεται ακόμα και στα τελευταία αγωνιστικά αυτοκίνητα της ομάδας Mercedes-AMG Petronas Formula One.
Η Mercedes-Benz W 25 έκανε το ντεμπούτο της στον αγώνα Eifel Race στο Nürburgring στις 3 Ιουνίου 1934. Ο Manfred von Brauchitsch κέρδισε τον αγώνα, σημειώνοντας νέο ρεκόρ πίστας με μέση ταχύτητα 122,5 km/h. Αυτή ήταν η αρχή μιας ιστορίας επιτυχίας για τη Γερμανική μάρκα.
Το πρώτο Ασημένιο Βέλος, η Mercedes-Benz W 25 του 1934, κατέχει μια εξέχουσα θέση στο Μουσείο Mercedes-Benz.
Η W 25 ξεκίνησε να αναπτύσσεται και να κατασκευάζεται από το 1933 σαν ένα κλασικό αγωνιστικό αυτοκίνητο με κινητήρα μπροστά. Οι βελτιώσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των συμμετοχών του στους αγώνες μέχρι το 1936. Έκανε το ντεμπούτο του με έναν υπερτροφοδοτούμενο οκτακύλινδρο σε σειρά κινητήρα 3,4 λίτρων (M 25 A), ο οποίος απέδιδε έως και 354 ίππους στις 5.800 στροφές. Την ίδια χρονιά, το 1934, ακολούθησε ο 4λιτρος κινητήρας M 25 B με ισχύ 430 ίππων.
Μια συναρπαστική ιστορία ακολουθεί το αγωνιστικό των 750 κιλών. Την αφηγήθηκε ο διάσημος αγωνιστικός διευθυντής της μάρκας, Alfred Neubauer. Η W 25 ήταν βαμμένη με το παραδοσιακό λευκό αγωνιστικό χρώμα, αλλά ζύγιζε ένα κιλό παραπάνω πριν από τον πρώτο της αγώνα στο Eifel. Τι σκέφτηκαν οι μηχανική της Mercedes-Benz την τελευταία στιγμή; Έξυσαν τη βαφή κατά τη διάρκεια της νύχτας και έτσι στη γραμμή εκκίνησης βρέθηκε το πρώτο «Ασημένιο Βέλος» χωρίς μπογιά. Το γυμνό αλουμινένιο του αμάξωμα εξέπληξε τους πάντες και συνάμα πληρούσε και τον κανονισμό για το βάρος του μονοθεσίου.
Μετά τις συμμετοχές της μάρκας τις δεκαετίες του 30’ και του 50’, η Mercedes-Benz επέστρεψε στη Formula 1 ως προμηθευτής κινητήρων το 1994 και δημιούργησε τη δική της εργοστασιακή ομάδα από το 2010. Από το 1934, τα Ασημένια Βέλη έχουν κατακτήσει τρία Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (Rudolf Caracciola το 1935, 1937 και 1938) και δώδεκα τίτλους οδηγών στη Formula 1: Ο Juan Manuel Fangio αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1954 και το 1955, ο Mika Häkkinen το 1998 και το 1999, ο Nico Rosberg το 2016 και ο Lewis Hamilton κατέκτησε το πρωτάθλημα το 2008, το 2014 και το 2015 καθώς και το 2017 έως το 2020.