Το 1995, η Mercedes-Benz παρουσίασε ένα καινούργιο εμπορικό, το οποίο έγινε σχεδόν αμέσως το μοντέλο αναφοράς για τις υπόλοιπες εταιρείες, χαρακτηρίζοντας μια ολόκληρη κατηγορία οχήματος. Από την αρχή της ανάπτυξής του ήταν ξεκάθαρο ότι τόσο η ενεργητική όσο και η παθητική ασφάλεια θα αποτελούσαν κεντρικά στοιχεία του μοντέλου αυτού. Από τότε, το Sprinter διατηρεί τον πρωτοπόρο ρόλο του σε αυτήν την κατηγορία με τεχνολογίες που το έκαναν να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό. Τώρα στην τρίτη του γενιά, το Mercedes-Benz Sprinter συνεχίζει να ανεβάζει με συνέπεια τον πήχη για τα άλλα φορτηγά.

Το 1995 κανένα άλλο εμπορικό στον κόσμο φορτηγό δεν κυκλοφορούσε με περισσότερα χαρακτηριστικά ασφαλείας. Το βασικό του πακέτο περιλάμβανε δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς, σύστημα ABS, αυτόματο διαφορικό φρένων, αερόσακο οδηγού κατόπιν ειδικής παραγγελίας, ζώνες ασφαλείας τριών σημείων. Αυτή είναι η βάση για τη φήμη του Sprinter ως η επιτομή της ασφάλειας στην κατηγορία του. Εκτός από την ενεργή ασφάλεια, η Mercedes-Benz συνεχίζει επίσης να προωθεί την παθητική ασφάλεια. Ο αερόσακος οδηγού άρχισε να περιλαμβάνεται στο βασικό εξοπλισμό, ενώ ο αερόσακος συνοδηγού είναι προαιρετικά διαθέσιμος. Ο διπλός αερόσακος είναι ιδιαίτερα μεγάλος και προστατεύει επίσης τον επιβάτη που καταλαμβάνει το εσωτερικό του καθίσματος. Από το 2002 το Sprinter διαθέτει ενισχυμένα φρένα και το Πρόγραμμα Ηλεκτρονικής Σταθερότητας ESP®, εγκατεστημένο στον βασικό του εξοπλισμό. Το ESP® είναι μια επανάσταση στην τεχνολογία ασφάλειας των εμπορικών επειδή μπορεί να βοηθήσει ενεργά τον οδηγό σε κρίσιμες καταστάσεις οδήγησης.

Η δεύτερη γενιά του Sprinter σηματοδοτήθηκε από την πρόσθεση του ADAPTIVE ESP® το οποίο προσάρμοζε την εφαρμογή του ανάλογα με το φορτίο που έφερε το κάθε φορτηγό, ενώ βοηθούσε ακόμη και στις εκκινήσεις σε περίπτωση οξείας κλήσης του οδοστρώματος. Επίσης, ως προληπτικό μέτρο, το Sprinter δεύτερης γενιάς έφερε και θωρακικούς σάκους εκτός από τους μπροστινούς αερόσακους. Το καλοκαίρι του 2013, το νέο Sprinter έφερε επίσης νέα συστήματα υποστήριξης οδηγών - μερικά από αυτά αποτελούσαν παγκόσμιες πρεμιέρες για ελαφρά εμπορικά. Το Crosswind Assist, για βοήθεια κατά ισχυρών ανέμων, το COLLISION PREVENTION ASSIST για υπολογισμό απόστασης από άλλα οχήματα και αυτόματο φρενάρισμα, το Lane Keeping Assist το οποίο προειδοποιούσε τον οδηγό αν έφευγε από την λωρίδα του, και άλλα πολλά.
H συνδεσιμότητα και η διαφορετικότητα αποτελούσαν τα κύρια σημεία της τρίτης γενιάς του Sprinter που κυκλοφόρησε το 2018, ωστόσο δεν σταμάτησαν οι καινοτομίες στον χώρο ασφαλείας. Για παράδειγμα, το Active Distance Assist DISTRONIC, διατηρούσε σταθερή ταχύτητα και απόσταση του φορτηγού από προπορευόμενα οχήματα ενώ προστέθηκε και μια κάμερα για ευκολότερη όπισθεν.
Από το 1995, η φιλοσοφία του «η πρόληψη είναι η λύση», ήταν η βάση για το Sprinter. Ένα εμπορικό με ανέσεις επιβατικού οχήματος, με όλα τα συστήματα ασφαλείας της Mercedes-Benz.

Πουλήθηκε η θρυλική Ferrari του Michael Schumacher αντί 16 εκατομμυρίων ευρώ
Στις 15 Απριλίου είχαμε γράψει ότι η αγαπημένη Ferrari του M. Schumacher είναι έτοιμη προς πώληση. Ένα μήνα μετά, το μονοθέσιο με τον V10 κινητήρα, με βάρος 600 κιλά και 825 ίππους, πουλήθηκε το Σάββατο, 24/5, μετά από δημοπρασία, σύμφωνα με τον οίκο RM Sotheby’s, αντί 15.929 εκατομμυρίων ευρώ.
Με αυτό το μονοθέσιο, την F2001, ο Michael Schumacher κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο εκείνης της χρονιάς. Θεωρείται ως ένα από τα ομορφότερα μονοθέσια της F1 που κατασκευάστηκαν ποτέ.

Στις 29 Δεκεμβρίου του 2013 ο παγκόσμιος Πρωταθλητής είχε έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό, κάνοντας σκι στις Γαλλικές Άλπεις, και έκτοτε ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας του δεν είναι επαρκώς γνωστές. Κανένας δεν ξέρει ποια είναι η πραγματική του κατάσταση.
Η τιμή των 15,929 εκατομμυρίων ευρώ ξεπέρασε τα 11,572 εκατομμύρια ευρώ, που πλήρωσε ένας πλειοδότης για την Ferrari F2003 του Schumacher το 2022.
Είναι το τέταρτο πιο ακριβό αυτοκίνητο της F1 που πουλήθηκε ποτέ. Το παγκόσμιο ρεκόρ ανέρχεται στα 46,04 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο σημειώθηκε φέτος για μια Mercedes W196 streamliner που οδηγούσαν οι θρύλοι της Φόρμουλα 1, Χουάν Μανουέλ Φάντζιο και Στέρλινγκ Μος, τη δεκαετία του 1950. Το ασημένιο W196 R Stromlinienwagen ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, πέντε φορές πρωταθλητή της F1 της Αργεντινής το οδήγησε και κέρδισε το Grand Prix του Μπουένος Άιρες το 1955.

Ο Βρετανός Στέρλινγκ Μος οδήγησε το αυτοκίνητο στο Ιταλικό Grand Prix στη Μόντσα την ίδια χρονιά, σημειώνοντας τον ταχύτερο γύρο με μέση ταχύτητα 217 χλμ./ώρα πριν αποσυρθεί. Το Ασημένιο Βέλος πουλήθηκε από τον οίκο RM Sotheby’s στο μουσείο της Mercedes στη Στουτγάρδη της Γερμανίας, για λογαριασμό της Indianapolis Motor Speedway (IMS) και είναι το πιο ακριβό αυτοκίνητο grand prix που πουλήθηκε ποτέ. Το προηγούμενο ρεκόρ κατείχε μια άλλη Mercedes W196 του 1954, η οποία πουλήθηκε για 23,34 εκατομμύρια ευρώ στο Goodwood το 2013.
Ο Schumacher που σήμερα είναι 56 ετών, οδήγησε την Ferrari F2001 στην πέμπτη και τελευταία νίκη του στο Γκραν Πρι του Μονακό. Ακολούθησε μια νίκη στο Γκραν Πρι της Ουγγαρίας. Ήταν η τελευταία νίκη εξασφάλισε στον Schumacher Σουμάχερ τον τέταρτο παγκόσμιο τίτλο της F1, αναφέρει το Reuters.
Ο Schumacher έχει κερδίσει 7 φορές τον παγκόσμιο τίτλο στην F1. Το 2006 αποχώρησε από την ενεργό δράση, ωστόσο επέστρεψε το 2010 για άλλες τρεις χρονιές (2010-2012). Τον Οκτώβριο του 2012 αποχώρησε οριστικά από τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, ενώ οι επιτυχημένες επιδόσεις του στο άθλημα, είχαν σαν αποτέλεσμα τα υψηλά οικονομικά συμβόλαια, γεγονός που τον συμπεριέλαβε στους πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές όλων των εποχών.
Είναι ο κορυφαίος πιλότος στην ιστορία της F1. Το 2020, με αφορμή την συμπλήρωση 70 χρόνων από τον πρώτο αγώνα της Φόρμουλα 1 (1950) και μετά από ψηφοφορία με τη συμμετοχή του κόσμου στην επίσημη ιστοσελίδα της F1, αναδείχθηκε ως η προσωπικότητα με τη μεγαλύτερη επιρροή στο άθλημα σε ολόκληρη την ιστορία του σπορ.
