Σύμφωνα με τα στοιχεία πωλήσεων που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA), οι πωλήσεις αμιγώς ηλεκτρικών οχημάτων ανήλθαν σε μόλις 92.627 μονάδες τον Αύγουστο του 2024, σημειώνοντας πτώση σε σχέση με τις 165.204 μονάδες τον ίδιο μήνα πέρυσι. Αυτή η πτώση προκάλεσε τη συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς των EV στο 14,4%, από 21% που ήταν.
Αυτό σηματοδοτεί τον τέταρτο συνεχόμενο μήνα πτώσης των πωλήσεων. Πιο συγκεκριμένα η Γερμανία σημείωσε πτώση 68,8%, ενώ η Γαλλία 33,1%.

Τον Αύγουστο του 2024, οι ταξινομήσεις νέων αυτοκινήτων ανήλθαν σε 643.637, σημειώνοντας πτώση 18,3% σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2023. Αυτή η απότομη μείωση αντιπροσωπεύει τα χαμηλότερα στοιχεία πωλήσεων των τελευταίων τριών ετών.
Οι πωλήσεις βενζινοκίνητων οχημάτων υποχώρησαν κατά 17,1%, αντιπροσωπεύοντας 213.057 μονάδες. Οι πωλήσεις ντίζελ μειώθηκαν κατά 26,4%, ή 72.177 μονάδες, ενώ τα plug-in υβριδικά υπέστησαν μείωση 22,3%, με 45.590 πωληθείσες μονάδες. Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο τα απλά υβριδικά παρουσίασαν αύξηση 6,6% με 201.552 μονάδες.

Γιατί δεν πουλάνε τα ηλεκτρικά;
Σε νέα δήλωσή του, το διοικητικό συμβούλιο του ACEA επεσήμανε διάφορους κρίσιμους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή τη «συνεχή καθοδική πορεία» της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Τόνισαν ως βασικές προκλήσεις την ανεπαρκή υποδομή φόρτισης, τον έντονο ανταγωνισμό στην κατασκευή, τα ανεπαρκή αγοραστικά και φορολογικά κίνητρα και την επισφαλή προμήθεια βασικών υλικών. Επιπλέον, η συνολική έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και αποδοχής από τους καταναλωτές επιδεινώνει περαιτέρω αυτά τα ζητήματα, αφήνοντας τις αυτοκινητοβιομηχανίες να παλεύουν με την αβεβαιότητα κατά τη μετάβασή τους σε ένα ηλεκτρικό μέλλον.
Υπό το πρίσμα αυτής της κατάστασης, το διοικητικό συμβούλιο του ACEA τάσσεται υπέρ της «βραχυπρόθεσμης ανακούφισης» από τους αυστηρότερους στόχους CO2 για το 2025 για τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά. Πιστεύουν ότι τα μέτρα αυτά θα διευκόλυναν την ομαλότερη μετάβαση στην κινητικότητα μηδενικών εκπομπών, διασφαλίζοντας παράλληλα το βιομηχανικό μέλλον της Ευρώπης.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
