Το υδρογόνο είναι το πιο άφθονο στοιχείο στο σύμπαν και η χρήση του ως πηγή ενέργειας σε υγρή ή αέρια μορφή σε διάφορους τύπους οχημάτων αποτελεί αντικείμενο έρευνας εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ο Όμιλος της BMW διαθέτει ήδη 45 χρόνια εμπειρίας στην ανάπτυξη λύσεων σε συστήματα κίνησης που χρησιμοποιούν υδρογόνο.
Η παραγωγή υδρογόνου με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης με τη χρήση πράσινης ενέργειας αποτελεί από μόνη της μια καθαρή πηγή ενέργειας, υποστηρίζοντας έτσι την κινητικότητα χωρίς εκπομπές ρύπων. Ενώ η BMW είχε ήδη αρχίσει να διερευνά τοπικές λύσεις κινητικότητας χωρίς εκπομπές ρύπων με ηλεκτρικά πρωτότυπα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Αρχικά, το υδρογόνο χρησιμοποιούνταν σε κινητήρες εσωτερικής καύσης ως εναλλακτική λύση έναντι των ορυκτών καυσίμων. Το 1979, η BMW συνεργάστηκε με το DFVLR (Γερμανικό Ινστιτούτο Αεροπορικών και Διαστημικών Δοκιμών και Έρευνας Πτήσεων, γνωστό σήμερα ως DLR) για να μετατρέψει μια BMW 520 πρώτης γενιάς (E12, παραγωγής 1975) σε αυτοκίνητο δοκιμών. Εξωτερικά, δεν διέφερε πολύ από τις βενζινοκίνητες εκδόσεις. Ωστόσο, ο τετρακύλινδρος κινητήρας της έκαιγε υδρογόνο αντί για αμόλυβδη βενζίνη. Έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα για να αποδειχθεί ότι η χρήση του υδρογόνου ως καυσίμου σε κινητήρες θερμότητας ήταν τεχνικά εφικτή.
Το 1980, μια BMW Σειρά 7 πρώτης γενιάς (E23) έγινε το πρώτο αυτοκίνητο στην Ευρώπη που χρησιμοποιούσε υγρό υδρογόνο. Η BMW ήταν ήδη πρωτοπόρος στους κινητήρες turbo τόσο με την παρουσίαση του πρώτου υπερτροφοδοτούμενου μοντέλου στην ευρωπαϊκή αγορά το 1972 όσο και με την κατάκτηση του πρώτου τίτλου που απέσπασε ένας turbo κινητήρας στη Formula 1 το 1983. Το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του υδρογόνου ήταν ο φιλικός προς το περιβάλλον τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την ενέργειά του: το υδρογόνο καίγεται με το οξυγόνο του αέρα για να σχηματίσει ξανά νερό.

Ένα τρίτο project αναπτύχθηκε το 1988 με βάση τη δεύτερη γενιά της BMW 735iA (E32) η οποία ήταν διαμορφωμένη να κινείται τόσο με βενζίνη όσο και με κρυογενικό υγρό υδρογόνο σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης. Το 1999, η BMW παρουσίασε το πρώτο 12κύλινδρο αυτοκίνητο με κινητήρα υδρογόνου στον κόσμο: την BMW 750hL που απέδιδε 204 ίππους και τελική ταχύτητα τα 226 km/h. Το ρεζερβουάρ των 140 λίτρων εξασφάλιζε αυτονομία περίπου 350 km μετά από ανεφοδιασμό διάρκειας 3 λεπτών σε ειδικό σταθμό. Συνολικά, κατασκευάστηκαν 105 αυτοκίνητα τα οποία κατά τη διάρκεια των δοκιμών κάλυψαν πάνω από 4 εκατομμύρια χιλιόμετρα - αυτό ισοδυναμεί με 5 φορές την απόσταση από τη Γη στη Σελήνη και πίσω. Η BMW 750hL, που κατασκευάστηκε σε περιορισμένο αριθμό για σκοπούς επίδειξης, ήταν το πρώτο αυτοκίνητο παραγωγής που κινούνταν με υδρογόνο. Παράλληλα, θέλοντας να αποδείξει την ευελιξία της τεχνολογίας υδρογόνου, το BMW Group παρουσίασε επίσης το 2001 ένα μοντέλο MINI (R60) με παρόμοια τεχνολογία κίνησης υδρογόνου.

Στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Λος Άντζελες (1-10 Δεκεμβρίου 2006) πραγματοποιήθηκε η παγκόσμια πρεμιέρα της BMW Hydrogen 7 με την κωδική ονομασία E68, η οποία βασίζονταν στην 12κύλινδρη BMW 750 iL τέταρτης γενιάς. Η Σειρά 7 αντλούσε ισχύ από έναν 12κύλινδρο κινητήρα, ο οποίος απέδιδε 191 kW/260 hp.
Το 2013, το BMW Group και η Toyota ξεκίνησαν μια συνεργασία για την ανάπτυξη ενός συστήματος κυψελών καυσίμου για οχήματα. Το 2017 μια BMW Σειρά 5 Gran Turismo, εξοπλισμένη με την κυψέλη καυσίμου της Toyota, παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Ανόβερου με το σύνθημα "NewEnergy-4-Mobility2050".
Η κατασκευή του συστήματος κυψελών καυσίμου δεύτερης γενιάς ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2022 στο κέντρο τεχνογνωσίας υδρογόνου στο Garching. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε η παραγωγή του πιλοτικού στόλου οχημάτων, ο οποίος απαρτίζεται από αντίτυπα των BMW iX5 Hydrogen και το 2023 τέθηκε σε λειτουργία σε όλο τον κόσμο με σκοπό τη δοκιμή και την επίδειξη. Ο συνδυασμός μιας ισχυρής μπαταρίας και μιας κυψέλης καυσίμου ανοίγει νέες δυνατότητες και προοπτικές.
Το υδρογόνο που απαιτείται για την τροφοδοσία της κυψέλης καυσίμου αποθηκεύεται σε δύο δεξαμενές από πολυμερές ενισχυμένο με ίνες άνθρακα (CFRP) σε πίεση 700 bar. Μαζί περιέχουν 6 kg υδρογόνου, τα οποία είναι αρκετά για να παρέχουν στην BMW iX5 Hydrogen αυτονομία έως 504 km στον κύκλο WLTP.

Mercedes C-Class: 25 χρόνια από την εμβληματική σειρά 203
Ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Mercedes κατέχει η C-Class 203, αποτελώντας ένα από τα δημοφιλέστερα μοντέλα που έχουν κυκλοφορήσιε με το σήμα της. Η δεύτερη γενιά της C-Class παρουσιάστηκε πριν από 25 χρόνια στο Sindelfingen, ενσωματώνοντας προηγμένα συστήματα και μια πληθώρα τεχνολογιών που ήταν προνόμιο της υπερπολυτελούς S-Class. Μετά την 190 (W 201) και την πρώτη C-Class (σειρά 202), η 203 αναθεωρήθηκε πλήρως σε στιλιστικό και τεχνολογικό επίπεδο, ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2006 είχαν ήδη πωληθεί περίπου 2 εκατ. οχήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ ξανά η μάρκα δεν είχε φτάσει τόσο γρήγορα σε αυτό το ορόσημο με μια μόνο σειρά ενός μοντέλου.

Σχεδιαστικά, η C-Class 203 κληρονόμησε στοιχεία από την S-Class 220 του 1998, κάτι που είναι εμφανές τόσο στο μπροστινό μέρος όσο και στη σμιλεμένη «ουρά» με τα χαρακτηριστικά τριγωνικά πίσω φώτα, ενώ διαφοροποιούνταν από τις προκατόχους της χάρη στο μακρύτερο μεταξόνιο, τους εμφανώς πιο κοντούς προβόλους και το πιο κεκλιμένο παρμπρίζ. Έμφαση δόθηκε και στην αεροδυναμική, με τον συντελεστή οπισθέλκουσας (cw) να περιορίζεται σε 0,26, εξασφαλίζοντας πολύ χαμηλά επίπεδα θορύβου στο εσωτερικό.
Από την S-Class προήλθαν, επίσης, και πολλές λειτουργίες, όπως το σύστημα ελέγχου και προβολής COMAND, ένα «ψηφιακό κέντρο ελέγχου» που αναπτύχθηκε πολύ καιρό πριν την εδραίωση των οθονών αφής, αλλά και το σύστημα LINGUATRONIC που εκτελούσε φωνητικές εντολές.

Πέρα από την έκδοση σεντάν, η σειρά διατέθηκε και σε δύο ακόμη παραλλαγές: τη σπορ κουπέ (CL 203) που παρουσιάστηκε στο τέλος του 2000 και τη estate (S 203) το 2001. Τα επίπεδα εξοπλισμού ήταν τα Classic, Elegance και Αvantgarde, ενώ οι κινητήρες ήταν τετρακύλινδροι και πεντακύλινδροι σε σειρά, καθώς και V6, με την κορυφαία έκδοση C 32 AMG να αποδίδει έως και 354 PS (με V6 μοτέρ και supercharger). Μετά την ανανέωση του μοντέλου το 2004, κορυφαία έκδοση ήταν η C 55 AMG με κινητήρα V8 και 367 ίππους, ενώ το σύστημα τετρακίνησης 4Matic ήταν προαιρετικά διαθέσιμο από το φθινόπωρο του 2002.

Οι μηχανικοί προίκισαν τη 203 με υψηλή ευελιξία, ενσωματώνοντας ανάρτηση με τριπλούς συνδέσμους εμπρός και πολλαπλούς συνδέσμους στον πίσω άξονα, θέτοντας νέα πρότυπα στον τομέα της δυναμικής οδήγησης. Παρ’ όλα αυτά, ο σπορ προσανατολισμός δεν υποβάθμιζε την υψηλή ποιότητα κύλισης που χαρακτηρίζει όλα τα μοντέλα της μάρκας.
Η Mercedes C-Class 203 θα πρωταγωνιστήσει στη συνάντηση κλασικών αυτοκινήτων “Classics & Coffee” που θα διεξαχθεί στο μουσείο της γερμανικής μάρκας στη Στουτγάρδη την Κυριακή 18 Μαΐου 2025.
