Με 108 νίκες στην κατηγορία και 19 συνολικές νίκες, η Porsche είναι ο πιο επιτυχημένος κατασκευαστής στην σχεδόν 100ετή ιστορία του Le Mans. Για περισσότερες από έξι δεκαετίες η γερμανική εταιρεία κρατά τα σκήπτρα στον δημοφιλέστερο αγώνα του πλανήτη. Στις 14 Ιουνίου του 1970 η Porsche πέτυχε την πρώτη της νίκη στον αγώνα με την 917 των 580 ίππων. Ένα μοντέλο που βρίσκεται αυτές τις μέρες στο μουσείο της Porsche τιμώντας την επέτειο αυτή.

Το 1951 πήρε νίκη στην κατηγορία της με το 356 SL και οαγώνας έγινε απαραίτητος για την εταιρία. Αλλά ήταν πολύ μακριά από τον πρώτο της θρίαμβο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Porsche έπαιξε το ρόλο του αουτσάιντερ και επικεντρώθηκε στις μικρότερες κλάσεις. Έτσι, η Porsche ξεκίνησε μια αλλαγή στρατηγικής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν στα 1969 έχασε στο νήμα τη νίκη.

Το 1970 διέλυσε τον ανταγωνισμό. Οι Hans Herrmann και Richard Attwood με την 917 πήραν την πρώτη θέση ενώ οι Gerard Larrousse και Willy Kauhsen με την Martini Porsche 917 LH τερμάτισαν δεύτερη. Η Porsche ολοκλήρωσε το θρίαμβο με τους Rudi Lins και Helmut Marko στο τιμόνι της 908/02 τερματίζοντας τρίτοι. Ένα χρόνο αργότερα, 33 από τους 49 συμμετέχοντες οδηγούσαν μια Porsche- ένα ρεκόρ που διατηρείται ακόμα και σήμερα. Μία Porsche 917 KH κέρδισε επίσης τον αγώνα το 1971. Το 1974, η Porsche ανακοίνωσε τη δημιουργία της 911 Carrera RSR 2.1 με Turbo πλέον κινητήρα. Πήρε την πρώτη νίκη με turbo κινητήρα στην ιστορία του αγώνα με την 936 Spider τόσο το 1976 όσο και το 1977.
Μια μη εργοστασιακή ομάδα μπήκε για πρώτη φορά στη λίστα των νικητών δύο χρόνια αργότερα. Η επιτυχία με το Porsche 935 K3 σηματοδότησε την πρώτη νίκη ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου πίσω στο Le Mans - και ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου σειράς παραγωγής με βάση το Porsche 911.
Μεταξύ 1981 και 1987, τα αυτοκίνητα της Porsche ήταν ασυναγώνιστα. Η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία των 24 ωρών ξεκίνησε με την τρίτη και τελευταία νίκη της Porsche 936 Spyder. Το 1982, η ομάδα ξεκίνησε με τη νέα 956, παίρνοντας και τις τρεις θέσεις στο βάθρο στο ντεμπούτο της στο Le Mans. Η 956 παρουσίασε το πρώτο σασί αλουμινίου monocoque και καινοτόμο αεροδυναμική.

Η 956 και η διάδοχός της 962 C, καθιέρωσαν την ύπαρξη ηλεκτρονικών συστημάτων ψεκασμού και ανάφλεξης, καθώς και του πολύ δημοφιλούς σήμερα κιβωτίου διπλού συμπλέκτη Porsche dual-clutch transmission (PDK). Χαρακτηριστικό της επιτυχίας ήταν και το ότι το 1983 εννέα Porsche βρέθηκαν στην πρώτη δεκάδα ενώ τις δύο επόμενες χρονιές οκτώ αυτοκίνητα της Porsche ήταν και πάλι ανάμεσα στα πρώτα δέκα.
Τη δεκαετία του 1990 σημειώθηκαν τέσσερις συνολικές νίκες από τις ομάδες της Porsche σε τρεις διαφορετικούς τύπους αγωνιστικών αυτοκινήτων.

Το 1998, η Porsche 911 GT1 98 μπήκε στον αγώνα με το πρώτο monocoque αλλά και φρένα από ανθρακονήματα και κέρδισαν για να συμπέσει με την 50ή επέτειο συμμετοχής της Porsche στον αγώνα με την 356 Roadster 1.
Μετά από αυτήν την επιτυχία, η Porsche έστρεψε την προσοχή της στο μηχανοκίνητο αθλητισμό με την ανάπτυξη ημιαγωνιστικών εκδόσεων της Porsche 911 και στην υποστήριξη ιδιωτικών ομάδων. Στο Le Mans, αυτή η δέσμευση επιβραβεύτηκε με έντεκα νίκες μεταξύ του 1999 και του 2018. Το 2014 η εργοστασιακή ομάδα επέστρεψε για να διεκδικήσει την κορυφή. Σχεδιασμένη «από το μηδέν» στο Weissach, η Porsche 919 Hybrid παρουσίασε μοναδικές τεχνικές λύσεις. Μόνο η Porsche παρήγαγε ηλεκτρική ισχύ για την μπαταρία υψηλής απόδοσης μετατρέποντας την κινητική ενέργεια που παράγεται κατά το φρενάρισμα και επιπλέον μέσω turbo από τον V4 κινητήρα. Το συνολικό σύστημα που περιλαμβάνει τον ηλεκτροκινητήρα και τον κινητήρα εσωτερικής καύσης απέδιδε περίπου 900 PS. Αυτή η πρωτοποριακή λύση αποδείχθηκε επιτυχημένη: από το 2015 έως το 2017, η Porsche σημείωσε χατ τρικ στο Le Mans.

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
