Η ιταλική εταιρεία παρουσίασε τη νέα πισωκίνητη έκδοση του δημοφιλέστερου supercar της γκάμας της, ένα απολαυστικό όχημα υψηλών επιδόσεων.
Όπως αναφέρει η Lamborghini, η Huracán EVO RWD προσφέρει στον οδηγό μία αγνή αίσθηση και του δίνει τη δυνατότητα να έχει πιο ενεργή συμμετοχή. Παρά την κίνηση στους πίσω τροχούς και τη δύναμη του κινητήρα, το αυτοκίνητο παραμένει ακλόνητο ακόμη και στο χιόνι, χάρη στα πρωτοποριακά συστήματα.

Η πισωκίνητη Huracán εξοπλίζεται με το σύστημα «Performance Traction Control System (P-TCS)» το οποίο βελτιώνει την πρόσφυση στις στροφές, καθώς και με το «Adaptive Network Intelligent Management (ANIMA)» με τα τρία προγράμματα λειτουργίας (Strada, Sport, Corsa). Φυσικά, δεν λείπει το ηλεκτρο-μηχανικό σύστημα διεύθυνσης Lamborghini Dynamic Steering (LDS) και τα ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενα αμορτισέρ.

Το ιταλικό supercar πατά σε ελαστικά Pirelli P Zero διαστάσεων 245/35 μπροστά και 305/35 πίσω με ζάντες Kari 19 ιντσών. Το βάρος του αμαξώματος είναι 1.389 κιλά, η κατανομή στους δύο άξονες αγγίζει το 40/60 και η αναλογία κιλών ανά ίππο το 2,28.

Τροφοδοτείται από τον γνωστό V10 κινητήρα των 5,2 λίτρων απόδοσης 610 ίππων και 560 Nm ροπής. Η κίνηση μεταφέρεται πίσω μέσω αυτόματου κιβωτίου διπλού συμπλέκτη 7 σχέσεων, με τα 0-100 να επιτυγχάνονται σε 3,3 δευτερόλεπτα και τα 0-200 σε 9,3΄΄. Όσο για τη βελόνα του κοντέρ, σταματά στα 325 χλμ./ώρα.
Η τιμή της Lamborghini Huracán EVO RWD στην Ευρώπη ξεκινά από τα 159.443 ευρώ χωρίς τους φόρους και οι παραδόσεις προγραμματίζονται για την άνοιξη.
Πηγή: Zougla.gr

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
