Με την προσθήκη του εργοστασίου στο Ντακίνγκ, τροφοδοτείται τώρα κατά 100% με κλιματικά ουδέτερη ηλεκτρική ενέργεια, το παγκόσμιο δίκτυο παραγωγής της Volvo Cars πετυχαίνει πλέον τροφοδοσία με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σε ποσοστό 90%. Πρόκειται για σημαντικό βήμα προς την επίτευξη της φιλοδοξίας της Volvo Cars να πετύχει κλιματικά ουδέτερη λειτουργία στην παραγωγή της έως το 2025.
Το εργοστάσιο του Ντακίνγκ θα χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται κατά 83% από βιομάζα και κατά 17% από αιολική ενέργεια. Αυτό εκτιμάται ότι θα μειώσει τις ετήσιες εκπομπές CO2 κατά περίπου 34.000 τόνους.
Πιο συγκεκριμένα, τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν βιομάζα για την τροφοδοσία των εγκαταστάσεων του Ντακίνγκ εκμεταλλεύονται γεωργικά και δασικά κατάλοιπα με βιώσιμη προέλευση.
Προκειμένου η Volvo Cars να πετύχει το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας για τις κατασκευαστικές δραστηριότητές της έως το 2025, χρειάζεται πρόσβαση σε κλιματικά ουδέτερη ηλεκτρική ενέργεια και θέρμανση. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, απαιτούνται κατά τόπους συνεργασίες της Volvo Cars με κυβερνήσεις και επιχειρήσεις που υποστηρίζουν την ανάπτυξη μέσω εναλλακτικών βιώσιμων λύσεων.
Ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας για το δίκτυο παραγωγής της Volvo Cars αποτελεί τμήμα του κλιματικού πλάνου της εταιρείας που είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα στην αυτοκινητοβιομηχανία. Επίκεντρο του σχεδίου είναι η φιλοδοξία της Volvo Cars να γίνει μια μάρκα αποκλειστικά ηλεκτρικών αυτοκινήτων έως το 2030, με την γκάμα της να απαρτίζεται μόνο από αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Το σχέδιο, ωστόσο, δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση των εκπομπών «στην εξάτμιση», μέσω της πλήρους εφαρμογής της ηλεκτροκίνησης. Επεκτείνεται στη μείωση των εκπομπών άνθρακα στις ευρύτερες λειτουργίες της εταιρείας, την αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά και διαμέσου της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης υλικών.
Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, τα πιο πάνω αλλά και άλλα βήματα στοχεύουν στη μείωση κατά 40% του αποτυπώματος άνθρακα στον κύκλο ζωής κάθε αυτοκινήτου ανάμεσα στο 2018 και το 2025. Έως το 2040, η Volvo Cars σκοπεύει να είναι μία κλιματικά ουδέτερη εταιρεία.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
