Η Volvo Cars ενώνει τις δυνάμεις της με τη σουηδική εταιρεία παραγωγής χάλυβα SSAB, με στόχο να διερευνήσουν τις δυνατότητες ανάπτυξης υψηλής ποιότητας χάλυβα χωρίς ορυκτά, για χρήση στην αυτοκινητοβιομηχανία. Είναι ο πρώτος κατασκευαστής αυτοκινήτων που συνεργάζεται με την SSAB και την πρωτοβουλία της, HYBRIT: πρόκειται για ένα σύνολο από ιδιαίτερα φιλόδοξα και προηγμένα project της βιομηχανίας χάλυβα που αφορούν την εξέλιξη χάλυβα χωρίς ορυκτά.
Η πρωτοβουλία HYBRIT ξεκίνησε από τη SSAB, την παραγωγό σιδηρομεταλλεύματος LKAB και την εταιρεία παραγωγής και διανομής ενέργειας Vattenfall. Στοχεύει στην αντικατάσταση του οπτάνθρακα (κοκ), ο οποίος χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την παραγωγή χάλυβα με βάση σιδηρομετάλλευμα, με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και υδρογόνο. Η πρωτοβουλία αναμένεται να αποφέρει την πρώτη στον κόσμο τεχνολογία παραγωγής χάλυβα χωρίς ορυκτά, που θα έχει ουσιαστικά μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.

Μέσω της συνεργασίας, η Volvo Cars θα είναι ο μοναδικός κατασκευαστής αυτοκινήτων ο οποίος θα εξασφαλίσει χάλυβα SSAB που έχει παραχθεί με υδρογόνο στο πιλοτικό εργοστάσιο της HYBRIT, στην πόλη Λουλέα της Σουηδίας. Αυτός ο χάλυβας θα χρησιμοποιηθεί για δοκιμές και ενδέχεται να βρει πεδίο εφαρμογής σε κάποιο concept car.
Το 2026, η SSAB στοχεύει να εφοδιάσει την αγορά με χάλυβα χωρίς ορυκτά σε εμπορική κλίμακα. Στόχος της Volvo Cars είναι επίσης να αποτελέσει τον πρώτο κατασκευαστή αυτοκινήτων που χρησιμοποιεί χάλυβα χωρίς ορυκτά στα αυτοκίνητα που κατασκευάζει.
Η βιομηχανία χάλυβα αντιπροσωπεύει περίπου το 7% των απευθείας εκπομπών άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο κλάδος βασίζεται στην τεχνολογία παραγωγής χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα και χρησιμοποιεί υψικαμίνους με καύσιμο το κοκ.

Οι εκπομπές CO2 που σχετίζονται με την παραγωγή άνθρακα και σιδήρου, ως ποσοστό των συνολικών εκπομπών CO2 από τα υλικά και την παραγωγή εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε ένα αυτοκίνητο, αντιπροσωπεύουν το περίπου 35% στα μοντέλα Volvo με συμβατικό σύστημα κίνησης και το 20% σε ένα αμιγώς ηλεκτρικό Volvo. Η συνεργασία με τη SSAB είναι η πιο πρόσφατη πρωτοβουλία του σχεδίου κλιματικής δράσης της Volvo Cars που αποτελεί ένα από τα πιο φιλόδοξα πλάνα στην αυτοκινητοβιομηχανία. Επίκεντρο του σχεδίου είναι η φιλοδοξία της Volvo Cars να γίνει ένας κατασκευαστής μόνο αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων έως το 2030.
Το πλάνο υπερβαίνει την αντιμετώπιση των εκπομπών στην εξάτμιση μέσω της αποκλειστικής εφαρμογής της ηλεκτροκίνησης και επεκτείνεται στη μείωση των εκπομπών άνθρακα στις ευρύτερες δραστηριότητες της εταιρείας, στην εφοδιαστική της αλυσίδα και μέσω της ανακύκλωσης και επανάχρησης υλικών.
Βραχυπρόθεσμα, τα παραπάνω και άλλα μέτρα αποσκοπούν στην ελάττωση του αποτυπώματος άνθρακα σε όλο τον κύκλο ζωής κάθε αυτοκινήτου κατά 40% ανάμεσα στο 2018 και το 2025. Έως το 2040, φιλοδοξία της Volvo Cars είναι να γίνει μία κλιματικά ουδέτερη εταιρεία.

Ο Τραμπ παίζει με τα νεύρα των Ευρωπαίων
Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να απολαμβάνει το να κρατά σε αγωνία την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία.
Αρχικά απείλησε με την επιβολή δασμών 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων, από την 1η Ιουνίου.
Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές, που ήδη βρίσκονται υπό καθεστώς προσωρινής ελάφρυνσης 90 ημερών με 10% δασμούς, ανέμεναν μια αύξηση στο 20% από τις 9 Ιουλίου.
Αντ’ αυτού, ο Αμερικανός πρόεδρος αιφνιδίασε με την ανακοίνωση της πενταπλάσιας επιβάρυνσης και λίγες μέρες μετά έκανε πίσω.
Η αλλαγή πλεύσης ήρθε μετά από τηλεφωνική συνομιλία με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Είχαμε μια πολύ ωραία συνομιλία και συμφώνησα να μεταθέσω την απόφαση», δήλωσε ο Τραμπ, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες.
Η αναβολή έως τις 9 Ιουλίου δεν έφερε ιδιαίτερη ανακούφιση στις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, που βιώνουν έντονη αβεβαιότητα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Volvo προειδοποίησε ότι ενδέχεται να σταματήσουν οι εξαγωγές του ηλεκτρικού EX30 από το Βέλγιο στις ΗΠΑ, αν δεν υπάρξει συμφωνία.
Αντιδράσεις προκάλεσε και η προνομιακή μεταχείριση της Βρετανίας, που διαπραγματεύτηκε 10% δασμούς, σε αντίθεση με τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες που εξακολουθούν να επιβαρύνονται, παρά την ένταξή τους στη συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά.
Το ερώτημα παραμένει: πρόκειται για διαπραγματευτικό τέχνασμα ή για ένα ακόμη επεισόδιο στην ασταθή εμπορική στρατηγική του Τραμπ; Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος.
