Το νέο της Κέντρο Σχεδίασης (Design Studio) παρουσίασε η Bentley, μεταμορφώνοντας το Front of House, ένα από τα πιο ιστορικά κτήρια εντός των εγκαταστάσεών της. Πλέον το κτήριο φέρει μια φρέσκια αρχιτεκτονική και σχεδιαστική προσέγγιση, επιμελημένη από την ίδια τη σχεδιαστική ομάδα της βρετανικής μάρκας.
Τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν παρουσία του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Bentley, Dr. Frank-Steffen Walliser, των υπόλοιπων μελών του διοικητικού συμβουλίου και των 4.000 εργαζομένων της εταιρείας, σε μια ειδική εκδήλωση που παρουσίασε ο γνωστός αρχιτέκτονας και τηλεοπτικός παρουσιαστής George Clarke. Οι εργαζόμενοι είχαν την ευκαιρία να δουν το κτήριο από κοντά, προτού αυτό καταστεί ένας αυστηρά φυλασσόμενος χώρος, ώστε να διατηρηθεί το μελλοντικό σχεδιαστικό αποτύπωμα της Bentley μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η πρόσοψη του Front of House, στο οποίο έχουν παρευρεθεί σπουδαίες προσωπικότητες, όπως η αείμνηστη Βασίλισσα Ελισάβετ Β’, ανακαινίστηκε και επανασχεδιάστηκε από την ίδια σχεδιαστική ομάδα της μάρκας. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο κτήριο χρονολογείται από το 1939 και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις απαρχές της Bentley στην αγγλική πόλη Crewe, αποτελώντας θεμέλιο λίθο της κληρονομιάς της μάρκας.

Το αποτέλεσμα είναι ένας χώρος σχεδίασης που διατηρεί αναλλοίωτη την ιστορία της Bentley, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ταυτόχρονα, όμως, επαναπροσδιορίζει τους κανόνες και εμπνέει περίπου 50 σχεδιαστές να διαμορφώσουν τις μελλοντικές εξελίξεις στον εξωτερικό και εσωτερικό σχεδιασμό των οχημάτων με το έμβλημα της Bentley.

Το νέο δημιουργικό περιβάλλον επίσης προάγει τη συνεργασία, καθώς για πρώτη φορά όλοι οι σχεδιαστές — από τον τομέα χρωμάτων και υλικών και τη Mulliner (το τμήμα εξατομίκευσης της Bentley), μέχρι και τους ολοένα και πιο σημαντικούς τομείς του UX (εμπειρία χρήστη) και του UI (διεπαφή χρήστη) — στεγάζονται στο ίδιο κτήριο, διαμορφώνοντας τις μελλοντικές τάσεις στην αλληλεπίδραση οδηγού και αυτοκινήτου.
Η σχεδιαστική επανερμηνεία δεν αποτελεί τη μοναδική αλλαγή στα κεντρικά της Bentley στο Crewe της Αγγλίας. Το “Dream Factory”, όπως είναι γνωστό το εργοστάσιο, προετοιμάζεται για το μέλλον αποτελώντας το επίκεντρο μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
