Μετά από μια μακρά περίοδο teasαρίσματος και αναβολής της αρχικής ημερομηνίας παρουσίασης (λόγω Covid-19), η Maserati μόλις αποκάλυψε το νέο super sport μοντέλο της. Η MC20 είναι η φυσική εξέλιξη της MC12, με την ιταλική εταιρία να επιστρέφει επίσημα στους αγώνες με την αγωνιστική έκδοση του νέου της μοντέλου.
Όνομα
Τα αρχικά MC προέρχονται από τις λέξεις Maserati Corse, ενώ το 20 αναφέρεται στο 2020, το έτος που σηματοδοτεί την έναρξη της νέας σελίδας στην ιστορία της Maserati.

Κινητήρας
Η MC20 φοράει έναν νέο 3,0-λιτρο V6 twin-turbo κινητήρα, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική γκάμα της εταιρίας, καθώς θα χρησιμοποιηθεί σε τουλάχιστον τέσσερα νέα μοντέλα της.
Ο νέος κινητήρας ονομάζεται Nettuno, με τον σχεδιασμό και την εξέλιξη του να έχει γίνει εξ’ολοκλήρου από την Maserati και κατασκευάζεται στο εργοστάσιο της FCA, στην πόλη Termoli της Ιταλίας. Η απόδοση του στην MC20 φτάνει τα 630 άλογα στις 7.500 σ.α.λ. και τα 730 Nm ροπής, διαθέσιμα από τις 3.000 σ.α.λ., ενώ το όριο περιστροφής του αγγίζει τις 8.000 σ.α.λ.
Η περιεχόμενη γωνία μεταξύ των δύο σειρών των εμβόλων είναι 90 μοίρες, η διάμετρος του κάθε εμβόλου είναι 88 χλστ. και η διαδρομή του 82 χλστ. Η σχέση συμπίεσης του κινητήρα ανακοινώνεται στο 11,0:1, και η ειδική ισχύς του συνόλου στα 210 άλογα ανά λίτρο. Το πλάτος του κινητήρα είναι 1.000 χλστ., το ύψος του 650 χλστ., ενώ το μήκος 600 χλστ., με το συνολικό του βάρος να μην ξεπερνά τα 220 κιλά.

Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι η “turbulent jet” ανάφλεξη που διαθέτει, μια τεχνολογία που η γερμανική Mahle χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα μονοθέσια της Ferrari στην Formula 1. Αυτό το σύστημα αντικαθιστά το “παραδοσιακό” μπουζί με ένα module, το οποίο περιλαμβάνει στο εσωτερικό του ένα μικρό μπεκ άμεσου ψεκασμού και ένα μπουζί.
Στην άκρη του module βρίσκεται ένας “προθάλαμος” καύσης, ο οποίος αντιστοιχεί στο 2-5% της συνολικής ενέργειας του θαλάμου καύσης. Το σύστημα αυτό παρέχει μία μικρή ποσότητα επιπλέον καυσίμου, η οποία αναφλέγεται αρχικά στον προθάλαμο και έπειτα στον θάλαμο καύσης, όταν αυτός λειτουργεί σε συνθήκες φτωχού μείγματος. Το σύστημα turbulent jet ignition δίνει τη δυνατότητα στον κινητήρα να λειτουργεί με αρκετά πιο φτωχό μείγμα, χωρίς όμως να δημιουργείται το φαινόμενο της προανάφλεξης και κρουστικής καύσης (πειράκια). Σαν αποτέλεσμα έχουμε σημαντική μείωση της κατανάλωσης καυσίμου, των εκπομπών ρύπων, όπως τα οξείδια του αζώτου και τα σωματίδια.

Κιβώτιο/επιδόσεις
Ο κινητήρας συνδυάζεται με ένα 8-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, στέλνοντας την κίνηση στους πίσω τροχούς, μέσω ενός μηχανικού διαφορικού περιορισμένης ολίσθησης, καθώς το ηλεκτρονικό διαφορικό χρεώνεται επιπλέον.
Το βάρος 1.500 κιλών αμάξωμα επιταχύνει από 0-100 χλμ/ώρα σε 2,9 δευτ., από 0-200 χλμ/ώρα σε 8,8 δευτ., ενώ η τελική του ταχύτητα ξεπερνά τα 325 χλμ/ώρα. Η αναλογία βάρους/ιπποδύναμης είναι 2,33 κιλά/ίππο.

Αναρτήσεις/φρένα
Η MC20 διαθέτει διπλά ψαλίδια σε κάθε τροχό, ενώ πατάει σε τροχούς 20 ιντσών, με ελαστικά 245/35 εμπρός και 305/30 πίσω. Αυτοί “κρύβουν” τα φρένα της Brembo, όπου στον εμπρός άξονα υπάρχουν εξαπίστονες δαγκάνες με αεριζόμενους δίσκους 380×34 χλστ. (προαιρετικά carbon/κεραμικούς διαστάσεω 390×36 χλστ.), και στον πίσω άξονα τετραπίστονες δαγκάνες με αεριζόμενους δίσκους 350×27 χλστ. (προαιρετικά carbon/κεραμικούς διαστάσεων 360×28 χλστ.).

Σχεδιασμός
Το τελικό σχέδιο της MC20 δημιουργήθηκε σε περίπου 24 μήνες, με τη συμμετοχή από την αρχή, σε μια καινοτόμο προσέγγιση, μιας ομάδας μηχανικών του Maserati Innovation Lab, τεχνικών ειδικών από το Maserati Engine Lab και των σχεδιαστών από το Maserati Style Center.
Στο εμπρός μέρος διακρίνουμε την παραδοσιακή μάσκα της Maserati, πλαισιωμένη από τα κάθετα LED φωτιστικά σώματα και τους δύο μεγάλους αεραγωγούς στις πλευρές του προφυλακτήρα. Το πίσω μέρος της MC20 είναι πιο “απλό”, με οριζόντια φώτα LED, διπλές απολήξεις για την εξάτμιση, ακριβώς κάτω από την πινακίδα κυκλοφορίας, και έναν μεγάλο carbon διαχύτη κάτω από αυτές.
Οι πόρτες “πεταλούδας” δεν είναι μόνο εκπληκτικά όμορφες αλλά -σύμφωνα με την εταιρία- είναι και λειτουργικές, καθώς βελτιώνουν την εργονομία του αυτοκινήτου και επιτρέπουν τη βέλτιστη πρόσβαση από και προς την καμπίνα.

Διαστάσεις
Το αυτοκίνητο βασίζεται σε ένα carbon πλαίσιο, με το μήκος της MC20 να αγγίζει τα 4.669 χλστ., το πλάτος τα 1.965 χλστ., και το ύψος τα 1.221 χλστ., ενώ το μεταξόνιο ανέρχεται στα 2.700 χλστ.

Χρώματα
Η Maserati MC20 είναι διαθέσιμη σε έξι φανταχτερά χρώματα: το άσπρο Bianco Audace, το κίτρινο Giallo Genio, το κόκκινο Rosso Vincente, το μπλε Blu Infinito, το μαύρο Nero Enigma και το γκρι Grigio Mistero.
Αεροδυναμική
Η αεροδυναμική της MC20 βελτιστοποιήθηκε μέσα από πάνω από 2.000 εργατοώρες στην αεροδυναμική σήραγγα της Dallara, και πάνω από 1.000 προσομοιώσεις μέσω CFD (Computational Fluid Dynamics). Το αυτοκίνητο που προέκυψε έχει μια κομψή γραμμή, χωρίς κινητά αεροδυναμικά μέρη, αλλά μόνο μια διακριτική πίσω αεροτομή που βελτιώνει την κάθετη δύναμη, χωρίς να μειώνεται η ομορφιά της MC20, με τον συντελεστή CX να είναι 0,38.

Εσωτερικό
Περνώντας στη καμπίνα, ο οδηγός βρίσκεται στο επίκεντρο και -σύμφωνα με την εταιρία- τίποτα δεν του αποσπά την προσοχή, από την sport εμπειρία οδήγησης. Κάθε στοιχείο έχει έναν σκοπό και είναι εντελώς προσανατολισμένο στον οδηγό. Υπάρχουν απλές μορφές, με πολύ λίγες αιχμηρές άκρες.
Ακόμα, συναντάμε δύο οθόνες 10,3 ιντσών, η μία για τον ψηφιακό πίνακα οργάνων και η άλλη για το σύστημα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας Maserati Touch Control Plus (MTC Plus MIA). Η απλότητα είναι επίσης το βασικό στοιχείο σχεδιασμού της carbon κεντρικής κονσόλας.

Υπάρχουν λίγα στοιχεία, όπως ο ασύρματος φορτιστής για smartphone, ο επιλογέας για τα προγράμματα οδήγησης (GT, Wet, Sport, Corsa και ESC Off), δύο κουμπιά για την επιλογή της ταχύτητας, τα χειριστήρια των ηλεκτρικών παραθύρων, τα χειριστήρια του συστήματος πολυμέσων και ένας εύχρηστος χώρο αποθήκευσης κάτω από το υποβραχιόνιο.
Όλα τα άλλα χειριστήρια βρίσκονται στο τιμόνι, με το κουμπί εκκίνησης στα αριστερά και το κουμπί για το launch control στα δεξιά.

Εκδόσεις
Η Maserati ανακοίνωσε ότι μέσα στον κύκλο ζωής του μοντέλου θα υπάρξει και μια αμιγώς ηλεκτρική έκδοση, ενώ θα ακολουθήσει και η cabrio έκδοση του. Η παραγωγή του έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει στο τέλος του τρέχοντος έτους, με τις παραγγελίες να έχουν ήδη ανοίξει, καθώς η τιμή του ορίζεται στα €210.000 στην Ιταλία.
Πηγή: Autoblog.gr

Bugatti: Πως το τολμηρό όραμα Ferdinand Piëch έφερε την επανάσταση στα super car με τον W16 κινητήρα στη Veyron
Στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, λίγα ονόματα προκαλούν τον ίδιο σεβασμό για τις επιδόσεις, την πολυτέλεια και την πρωτοποριακή μηχανική όπως η Bugatti. Το Veyron 16.4, του 2005, ήταν ένα υπερ-σπορ αυτοκίνητο που γεννήθηκε από ένα τολμηρό όραμα και επαναπροσδιόρισε τα όρια των δυνατοτήτων.
Ωστόσο, η άφιξη της Veyron δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά το αποκορύφωμα μιας επίπονης έρευνας. Μεταξύ του 1998 και του 1999, μια σειρά ξεχωριστών μελετών σχεδιασμού διερεύνησε διαφορετικές πτυχές της φιλοδοξίας του Ferdinand Piëch, καθεμία ανοίγοντας το δρόμο για το τελικό σχέδιο.

Η γένεση της σύγχρονης Bugatti βασίζεται στη φιλοδοξία του Ferdinand Karl Piëch, τότε Προέδρου του Ομίλου Volkswagen. Το 1997, εμπνευσμένος από την επιθυμία να δημιουργήσει ένα υπερ αυτοκίνητο με ξεχωριστή φινέτσα και με δύναμη στον κινητήρα που να ξεπερνάει κάθε όριο, ο Piëch έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Να υλοποιήσει αυτό που οραματίσθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο Shinkansen στην Ιαπωνία. Και η αρχή έγινε με τον επαναστατικό κινητήρα 18 κυλίνδρων.
Σχεδιασμένη σε ένα φάκελο, η κατασκευή W18 έγινε η βασική σύλληψη της ανακατασκευής της Bugatti, αφού η Volkswagen AG απέκτησε τα δικαιώματα της μάρκας τον Μάϊο του 1998. Ο Piëch δεν αναζήτησε μόνο ταχύτητα, αλλά ένα αυτοκίνητο ικανό να ξεπεράσει τα 400 km/h, προσφέροντας την άνεση, την κομψότητα και τη χρηστικότητα, μια εντελώς νέας πρόκλησης που απαιτούσε εντελώς νέες μηχανικές λύσεις.

Για να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο Ferdinand Piëch ανέθεσε στον Giorgetto Giugiaro της Italdesign να προσφέρει μια νέα φιλοσοφία οχήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το EB 118, έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1998. Έκανε την εμφάνισή του ως ένα κομψό, επιβλητικό δίθυρο κουπέ αιχμαλωτίζοντας την πεμπτουσία ενός grand tourer. Ο σχεδιασμός του χαρακτηριζόταν από ένα μακρύ, φαρδύ καπό – που ήταν απαραίτητο εξαιτίας του μεγέθους του ατμοσφαιρικού κινητήρα W18 6,3 λίτρων που ήταν τοποθετημένος μπροστά και απέδιδε 555 ίππους.
Στο εσωτερικό, η καμπίνα αγκάλιασε επιρροές της Art Deco, δίνοντας έμφαση στην πολυτέλεια, την άνεση και τη χειροποίητη κατασκευή. Σε συνδυασμό με την προηγμένη μηχανική του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού συστήματος μετάδοσης κίνησης W18 και της μόνιμης τετρακίνησης, το EB 118 ήταν μια τολμηρή δήλωση προθέσεων: ένας απρόσκοπτος συνδυασμός της κληρονομιάς της Bugatti και της πρωτοποριακής καινοτομίας.

Αμέσως μετά, το πολυτελές σαλόνι EB 218 έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1999. Επίσης σχεδιασμένο από τον Giugiaro, το EB 218 παρουσιάστηκε ως εξέλιξη του προηγούμενου πρωτότυπου Bugatti EB 112 (από την εποχή Artioli) αλλά τώρα τροφοδοτούμενο από τον ίδιο τρομερό κινητήρα με τον EB 118.
Αυτό το τετράθυρο σεντάν αποτελούσε μια διαφορετική διάσταση της ταυτότητας της Bugatti, εστιάζοντας στην απόλυτη πολυτέλεια.
Με μήκος μεγαλύτερο από το EB 118, στα 5,3 μέτρα διέθετε διακριτικά αναθεωρημένες καμπυλότητες για τους προφυλακτήρες, τα φώτα και το καπό, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις χωροταξίας του W18 σε ένα σεντάν διατηρώντας παράλληλα τη μόνιμη τετρακίνηση.
Το EB 218 απέδειξε την ευελιξία του κινητήρα W18 και την ικανότητα της μάρκας να παράγει όχι μόνο κουπέ αλλά και μεγάλα, υπερπολυτελή οχήματα, που θυμίζουν μοντέλα όπως το Type 41 Royale.
Μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε αργότερα εκείνο το έτος. Στο IAA στη Φρανκφούρτη τον Σεπτέμβριο του 1999, η Bugatti παρουσίασε το EB 18/3 Chiron. Σχεδιασμένο από τον Fabrizio Giugiaro υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, αυτό το concept απομακρύνθηκε από τη διάταξη του μπροστινού κινητήρα των προκατόχων του.
Το EB 18/3 Chiron ήταν μια καθαρή, διθέσια μελέτη σούπερ σπορ αυτοκινήτου με το W18 σε διάταξη κινητήρα τοποθετημένο στη μέση. Έτσι έγινε μια εντυπωσιακή αλλαγή στις αναλογίες του αυτοκινήτου με μια πιο επιθετική σχεδιαστικά προς τα εμπρός καμπίνα, χαρακτηριστική των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων. Ενώ εξακολουθούσε να διαθέτει τον 555 PS W18 και τετρακίνηση, το στυλ επικεντρώθηκε περισσότερο στην αεροδυναμική απόδοση και τη δυναμική ικανότητα.

Αυτή η πρωτότυπη έκδοση, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό οδηγό αγώνων Bugatti, Louis Chiron, σηματοδότησε τη νέα τάση των υπερ-σπορ αυτοκινήτων που θα κατακτούσε τελικά η Veyron με τον εκπληκτικό W18 κινητήρα.
Ένα μήνα αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, έγινε το τελευταίο εξελικτικό βήμα για τη Bugatti EB 18/4 Veyron, πριν κάνει το ντεμπούτο της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τόκιο.
Κατασκευασμένο εσωτερικά από τον Όμιλο Volkswagen υπό τις οδηγίες του Hartmut Warkuß, με το εξωτερικό να σχεδιάζεται από το νεαρό Jozef Kabaň, το EB 18/4 παρουσίαζε μια πολύ πιο συμπαγή και εστιασμένη σιλουέτα σπορ αυτοκινήτου με κινητήρα στο κέντρο. Το στυλ του προμήνυε έντονα το εμβληματικό σχήμα, τις αναλογίες και τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία του αυτοκινήτου παραγωγής.

Αν και αρχικά εμφανίστηκε με τον κινητήρα W18, η τεράστια πρόκληση της αξιόπιστης εξαγωγής άνω των 1.000 PS και η διαχείριση της θερμότητας και της πολυπλοκότητας του ατμοσφαιρικού W18 οδήγησε σε μια καθοριστική μηχανική αλλαγή. Μέχρι το 2000, πάρθηκε η απόφαση για την ανάπτυξη ενός νέου κινητήρα: του 8,0 λίτρων, τετραπλού υπερσυμπιεστή W16. Αυτός ο κινητήρας θα μπορούσε να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τους στόχους ακραίων επιδόσεων της Piëch των 1.001 PS και τελικής ταχύτητας άνω των 400 km/h, αν και απαιτούσε ένα πρωτοφανώς εξελιγμένο σύστημα ψύξης.
Η επιλογή του ονόματος «Veyron» για το τελικό πρωτότυπο και το αυτοκίνητο παραγωγής που ακολούθησε ήταν μία επιλεκτική αναφορά από την πλούσια κληρονομιά της Bugatti. Ο Pierre Veyron (1903-1970) ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ένας οδηγός αγώνων. Ήταν μηχανικός ανάπτυξης και επίσημος οδηγός δοκιμών για τη μάρκα κατά τη δεκαετία του 1930. Το κορυφαίο του επίτευγμα ήρθε το 1939 όταν, μαζί με τον Jean-Pierre Wimille, εξασφάλισε μια νίκη για την Bugatti στο διάσημο 24 Hours of Le Mans, πιλοτάροντας ένα Tank Type 57C.

Το ταξίδι από το αρχικό σκίτσο W18 του Ferdinand Piëch μέχρι το κορυφαίο παγκοσμίως Veyron 16.4 ήταν απόδειξη αδιάκοπης καινοτομίας, επαναληπτικής σχεδίασης και βαθύ σεβασμού για την κληρονομιά της Bugatti. Τα πρωτότυπα αυτοκίνητα – EB 118, EB 218, EB 18/3 Chiron και EB 18/4 Veyron – δεν ήταν απλές σχεδιαστικές ασκήσεις αλλά κρίσιμα βήματα μηχανικής. Καθένα από αυτά εξερεύνησε διαφορετικά στυλ (grand tourer, πολυτελές σεντάν, σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα στο κέντρο) και δοκίμασε τα όρια του φιλόδοξου κινητήρα W18, πριν η τελική σύγκλιση του σχεδιασμού και η μηχανική στροφή προς τον κινητήρα W16 καθορίσουν τη Veyron. Έδειξαν τη φιλοδοξία, τις μηχανικές προκλήσεις και την εξελισσόμενη σχεδιαστική γλώσσα που κορυφώθηκε σε ένα όχημα που τιμούσε το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα σφυρηλατούσε ένα εντελώς νέο μέλλον για τον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Πηγή: Zougla.gr
