Για μερικούς, ακόμα και η κορυφαία 911 GT3 RS δεν αρκεί και θέλουν κάτι ακόμα πιο ξεχωριστό στο γκαράζ τους. Όταν, λοιπόν, θες η Porsche σου να είναι σούπερ σπέσιαλ, απευθύνεσαι στο τμήμα ειδικών αιτημάτων της εταιρείας, γνωστό ως Sonderwunsch.
Αυτό έκανε ένας Βραζιλιάνος μεγιστάνας και συλλέκτης αυτοκινήτων, ο οποίος προχώρησε σε ειδική παραγγελία μίας νέας 911 GT3 RS. Για να πάρει μορφή το αίτημά του, χρειάστηκαν δύο ολόκληρα χρόνια, ενώ μόλις πρόσφατα έλαβε το αυτοκίνητο.
Η παραγγελία του αφορούσε σε ένα ειδικό φινίρισμα στο αμάξωμα, στη σπέσιαλ απόχρωση Explosive Gold της σειράς Chromaflair. Η συγκεκριμένη ξεχωρίζει στη γκάμα λόγω του ότι οι συγκεκριμένες βαφές αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως. Φυσικά, όλη η εργασία είναι χειροποίητη.
«Πακέτο» με τη σπέσιαλ 911 GT3 RS, ο Βραζιλιάνος πελάτης έλαβε και μία ίδια μινιατούρα και το κλειδί στο ίδιο ακριβώς χρυσό χρώμα. Αρκετές λεπτομέρειες του αμαξώματος είναι από carbon, ενώ δεν λείπει ο εξοπλισμός του πακέτου Weissach και το πακέτο Clubsport που αφορά στο εσωτερικό.
Οι ραφές στις επενδύσεις Race-Tex της καμπίνας είναι χρυσές και δημιουργούν ένα όμορφο κοντράστ, αλλά και εξαιρετική ομοιομορφία με το αμάξωμα. Εννοείται ότι οι λεπτομέρειες από ανθρακονήματα δε λείπουν ούτε από το εσωτερικό.
Το συνολικό κόστος για την υλοποίηση αυτού του πολύ ειδικού αιτήματος στο τμήμα Sonderwunch ανήλθε στις περίπου 202.000 ευρώ. Εάν συνυπολογίσουμε, πως η GT3 RS κοστίζει στη Γερμανία 248.157 ευρώ, ενώ το πακέτο Weissach έχει 36.390 ευρώ. Άρα, στο σύνολο μιλάμε για σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ!

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.
Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
