Η Lamborghini είναι γνωστή για τη δημιουργία κορυφαίων supercars αλλά και τη δημιουργία περιορισμένης παραγωγής εκδόσεων.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η Veneno roadster καθώς μόλις 9 πέρασαν τη γραμμή παραγωγής και μάλιστα η εταιρία την παρουσίασε πάνω στο ιταλικό αεροπλανοφόρο του ναυτικού.

Η δεύτερη Veneno Roadster που βγήκε από το εργοστάσιο μόλις πωλήθηκε έναντι 6 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία, αφού έμεινε για δύο χρόνια σε αντιπροσωπεία στο Ντουμπάι. Αρχικά ζητούσαν 9,5 εκατομμύρια δολάρια για το αυτοκίνητο…

Η αντιπροσωπεία υψηλών προδιαγραφών που είναι υπεύθυνη για την πώληση, η SBX Cars, λέει ότι είναι το πιο ακριβό αυτοκίνητο που έχει πωληθεί ποτέ στο διαδίκτυο. Ξεπέρασε ένα άλλο supercar που πούλησε η SBX το 2022 – τη Ferrari LaFerrari Aperta του 2017, η οποία πωλήθηκε έναντι 5,36 εκατομμυρίων δολαρίων.

Αυτή η εν λόγω Veneno Roadster του 2015, που κάποτε ανήκε σε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας, έχει διανύσει μόλις 3.000χλμ. Ο ατμοσφαιρικός κινητήρας V12 των 6,5 λίτρων αποδίδει 760 ίππους και 690 Nm ροπής. Η Veneno πετυχαίνει το 0-100 σε 2,9 δευτερόλεπτα και φτάνει την τελική ταχύτητα των 354χλμ./ώρα.

Ενώ η ακραία εμφάνισή του το κάνει να μοιάζει με αγωνιστικό αυτοκίνητο, το ανοιχτό supercar είναι στην πραγματικότητα νόμιμο για χρήση σε δημόσιο δρόμο. Έχει μαύρο ματ εξωτερικό, εκτεθειμένα ανθρακονήματα, πράσινες λωρίδες και πινελιές λάιμ, καθώς και ένα μεγάλο φτερό. Το χρώμα μεταφέρεται και στο μαύρο εσωτερικό, το οποίο διαθέτει πράσινο λάιμ δέρμα σε όλη την καμπίνα. Βρίσκεται στα καθίσματα, το τιμόνι, το ταμπλό και την κεντρική κονσόλα.

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
