Η Prodrive παρουσίασε το P25, το restomod ενός εκ των πιο εμβληματικών αγωνιστικών αυτοκινήτων της ιαπωνικής εταιρίας, του τρίθυρου Impreza 22B.
Παρά την εμφάνισή του, το Prodrive P25 εξοπλίζεται με σύγχρονη τεχνολογία και κάτω από το καπό του συναντάμε τον 2,5 λίτρων boxer κινητήρα απόδοσης άνω των 400 ίππων και των 600 Nm ροπής, που συνδυάζεται με εξατάχυτο ημιαυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων με paddle στο τιμόνι. Τα 0-100 χλμ/ώρα τα κάνει σε λιγότερο από 3,5 δευτερόλεπτα, με την τελική ταχύτητα να περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 240 χλμ/ώρα.

Η κίνηση στέλνεται σε όλους τους τροχούς, διαθέτει φρένα της AP Racing αποτελούμενα από 6πίστονες δαγκάνες μπροστά και 4πίστονες πίσω, με δίσκους διαμέτρου 380mm και 350 mm αντίστοιχα. Οι ζάντες είναι 19″ και φορούν ελαστικά διαστάσεων 235/35.
Η εταιρία τοποθετεί στο μοντέλο κεντρικό διαφορικό με μεταβλητό διαχωρισμό ροπής, ρυθμιζόμενα αμορτισέρ της Bilstein, εξάτμιση τιτανίου της Akrapovic, με τον οδηγό να μπορεί να επιλέξει διαφορετικές χαρτογραφήσεις στην ECU του κινητήρα, αλλά και να τροποποιήσει το σύστημα anti-lag.

Κάνει εκτεταμένη χρήση carbon, με όλα τα πάνελ του σώματος να είναι κατασκευασμένα από ανθρακονήματα, μειώνοντας σημαντικά το βάρος του, το οποίο δεν ξεπερνά τα 1.200 κιλά. Στη μείωση του βάρους συμβάλλουν τόσο το carbon bucket καθίσματα, όσο και η μπαταρία ιόντων-λιθίου.

Στο εσωτερικό υπάρχουν δερμάτινες και Alcantara επενδύσεις, carbon διακοσμητικά, υδραυλικό “fly-off WRC” χειρόφρενο, με την Prodrive να δίνει τη δυνατότητα αφαίρεσης των πίσω καθισμάτων και στη θέση τους να τοποθετήσει roll-cage και αγωνιστικές ζώνες.

Η παραγωγή του P25 θα περιοριστεί σε μόλις 25 αυτοκίνητα, όλα κατασκευασμένα στα κεντρικά γραφεία της Prodrive στο Banbury του Ηνωμένου Βασιλείου. Η τιμή του κάθε αυτοκινήτου ορίζεται στις 460.000 λίρες (535.120 ευρώ) προ φόρων.
Το Prodrive P25 θα κάνει το ντεμπούτο του στο Goodwood Festival of Speed που θα διεξαχθεί μέσα στην εβδομάδα (23-26 Ιουνίου), ενώ το πρώτο από τα 25 αυτοκίνητα θα παραδοθεί μέσα στο 2022.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
