Το Dacia Duster Commercial έχει στεφθεί ως το καλύτερο εμπορικό SUV στα βραβεία επαγγελματικών οχημάτων του What Car? Το μοντέλο, το οποίο πρόσφατα αναβαθμίστηκε με τη νέα τολμηρή οπτική ταυτότητα της μάρκας, εντυπωσίασε τους κριτές του διάσημου περιοδικού / ιστοσελίδας με την πρακτικότητα και το εξαιρετικό value for money που προσφέρει στον ιδιοκτήτη του. Στοιχεία που το ανέδειξαν σαν το νούμερο ένα σε πωλήσεις SUV στην κατηγορία του στην ευρωπαϊκή αγορά.
Σχετικά με την απόφαση των κριτών να απονείμουν το Duster Commercial, ο Darren Moss, Αναπληρωτής Συντάκτης του What Car?, είπε: «Το Duster Commercial αντιπροσωπεύει εξαιρετική αξία για τους αγοραστές, είναι εξίσου πρακτικό ενώ προσφέρει μια σειρά από κινητήρες που προσφέρουν δυνατές επιδόσεις καθώς και χαμηλό κόστος λειτουργίας.»

Βασισμένο στο καθόλα επιτυχημένο SUV, το Duster Commercial έχει αναγνωριστεί ως το νούμερο ένα επαγγελματικό όχημα και βασίζεται στη στιβαρή και αξιόπιστη κατασκευή του, την σκληρή, ανθεκτική επίπεδη επιφάνεια φόρτωσης που προσφέρει 1.623 λίτρα χώρου και ωφέλιμο φορτίο έως 503 κιλά.
Το εσωτερικό διαθέτει νέες ταπετσαρίες, νέα προσκέφαλα και ψηλή κεντρική κονσόλα με φαρδύ ανασυρόμενο υποβραχιόνιο και νέα οθόνη 8 ιντσών. Ανάλογα με την έκδοση, ο υποψήφιος αγοραστής έχει στη διάθεση του στοιχεία όπως: αυτόματη ενεργοποίηση εμπρόσθιων φώτων και περιοριστή ταχύτητας, αυτόματο έλεγχο κλιματισμού με ψηφιακή οθόνη, cruise control με χειριστήρια, θερμαινόμενα μπροστινά καθίσματα και πολλά άλλα. Παράλληλα είναι διαθέσιμα και δύο νέα, εύχρηστα συστήματα πολυμέσων: Media Display και Media Nav όπου συγκεκριμένα χειριστήρια στο τιμόνι προσφέρουν τον έλεγχο ενεργοποίησης της φωνητικής αναγνώρισης που επιτρέπει στον οδηγό να ελέγχει ένα smartphone iOS ή να χρησιμοποιεί αναζητήσεις του Google με τη φωνή του.

Το εμπορικό Dacia Duster μπορεί να παραγγελθεί από τους εκθεσιακούς χώρους του Ομίλου Πηλακούτα σε όλες τις διαθέσιμες εκδόσεις του SUV μοντέλου. Με λίγα λόγια, ο επαγγελματίας μπορεί να έχει στη διάθεση του ένα Duster βενζίνης 1.3T 150hp ή πετρελαίου 1.5dci 115hp, με αυτόματο EDC(six-speed dual-clutch ) ή μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων σε δικίνητες ή ακόμα και τετρακίνητες 4x4 εκδόσεις.

Τα EV της VW πρόκειται να γίνουν σημαντικά φθηνότερα, χάρη στις νέες μπαταρίες
Η VW συνεχίζει να κυριαρχεί στον κόσμο των ηλεκτρικών οχημάτων σημειώνοντας 59% άνοδο στις παγκόσμιες πωλήσεις EV το πρώτο τρίμηνο του 2025. Παρόλα αυτά όμως για να παραμείνει πρωταγωνίστρια, ξέρει πως πρέπει να είναι μπροστά από τις εξελίξεις και όλα δείχνουν πως έχει βρει τον τρόπο.
Σύμφωνα με την τελευταία συνέντευξη στελέχους της VW, το ID.2 θα σηματοδοτήσει την έναρξη της μεταφοράς ολόκληρης της γκάμας των μοντέλων της μάρκας σε νέα πλατφόρμα που είναι φθηνότερη στην κατασκευή. Η πλατφόρμα θα ονομάζεται MEB Plus, μια εξελικτική ονομασία που ωθεί την τυπική πλατφόρμα MEB ένα βήμα παραπέρα.

Η μεγαλύτερη αλλαγή στην MEB Plus σε σχέση με την MEB είναι η χρήση κυψελών μπαταρίας λιθίου-σιδήρου-φωσφορικού άλατος (LFP). Η τεχνολογία μπορεί να είναι ελαφρώς κατώτερη σε ενεργειακή πυκνότητα σε σύγκριση με τις κυψέλες νικελίου-μαγγανίου-κοβαλτίου (NMC) που χρησιμοποιούνται ευρέως από τις δυτικές αυτοκινητοβιομηχανίες σήμερα, αλλά οι μπαταρίες LFP είναι φθηνότερες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ πιο δημοφιλείς στην Κίνα. Το ID.2 θα έχει κυψέλες LFP, αλλά η VW λέει ότι η τεχνολογία θα έρθει και στα υπόλοιπα μοντέλα της VW λίγο καιρό μετά την παρουσίαση του ID.2. Αυτό σημαίνει ότι το ID.3, το ID.7 και το ID.4 θα μπορούσαν να γίνουν πολύ φθηνότερα ενώ παράλληλα η μετάβαση στις LFP μπαταρίες θα συνοδεύεται επίσης από πλήρη σχεδιαστική ανανέωση των EV της.
Τα ξένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το νέο εργοστάσιο της VW στο Salzgitter της Γερμανίας θα παρέχει πακέτα μπαταριών LFP για τα ανανεωμένα μοντέλα και μερικά πακέτα μπαταριών NMC για τα απερχόμενα μοντέλα που θα τα χρειαστούν.
Πάντως το Volkswagen ID.2 και η πλήρης ανανέωση της EV γκάμας της μάρκας, αναμένεται να ξεκινήσει το 2026. Κάτι που σημαίνει πως σύντομα τα μοντέλα της εταιρίας θα κοστίζουν λιγότερο με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μείωση κόστους έως και 50% σε μόλις τρία χρόνια.
