O Lee Iacocca ήταν ένας από τους πραγματικούς γίγαντες της σύγχρονης αυτοκινητοβιομηχανίας Ο 94χρονος, ένας από τα πιο χαρισματικά στελέχη της αυτοκινητοβιομηχανίας, άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Bel Air του Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, με τους γιατρούς να αναφέρουν πως ο θάνατός του προκλήθηκε από επιπλοκές της νόσου του Πάρκινσον όπου έπασχε.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του στη Ford ήταν η συμβολή του στην εξέλιξη του Ford Mustang, του muscle car που έμεινε στην ιστορία και έθεσε νέα στάνταρ στην αμερικανική αγορά.

Ο Lee Iacocca ξεκίνησε την καριέρα του το 1946 στη Ford, όντας ο υπεύθυνος για την Mustang, ενώ ήταν αυτός που έσωσε την Chrysler από την χρεωκοπία στις αρχές της δεκαετίας τους 1980, αφού έπεισε το αμερικάνικο Κογκρέσο να δώσει στην εταιρία κρατικά εγγυημένα δάνεια ύψους 1,2 δισ. δολαρίων.
Παράλληλα, κατάφερε και να πείσει τους προμηθευτές, τους εμπόρους και τους συνδικαλιστές να κάνουν θυσίες, ενώ ο ίδιος μείωσε τον μισθό του στο 1 δολάριο.

Ο Lee Iacocca γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1924 από ιταλοαμερικανούς μετανάστες στο Allentown της Πενσυλβανίας. Σπούδασε μηχανικός, έκανε το μεταπτυχιακό του στο Princeton και ξεκίνησε να εργάζεται ως εκπαιδευόμενος μηχανικός στη Ford το 1964. Τελικά κατάφερε να γίνει πρόεδρος της εταιρίας.
Η FCA αναφέρει σε ανακοίνωσή της:
Η εταιρεία είναι λυπημένη από την είδηση του θανάτου του Lee Iacocca. Έχει διαδραματίσει έναν ιστορικό ρόλο στην καθοδήγηση της Chrysler εν μέσω κρίσης, καθιστώντας την αληθινά ανταγωνιστική.
Ήταν ένας από τους μεγάλους ηγέτες της εταιρείας μας και της αυτοκινητοβιομηχανίας στο σύνολό της. Έχει επίσης διαδραματίσει έναν βαθύ και ακούραστο ρόλο στην εθνική σκηνή ως επιχειρηματίας, πολιτικός και φιλάνθρωπος.

Από σήμερα οι οδηγοί αποκτούν δωρεάν πρόσβαση στα δεδομένα των αυτοκινήτων τους
Ο νέος κανονισμός της ΕΕ -που ισχύει από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025- αλλάζει ριζικά τον τρόπο που διαχειρίζονται οι κατασκευαστές τα δεδομένα, δίνοντας πλέον τον έλεγχο στους ίδιους τους κατόχους των οχημάτων.
Ουσιαστικά, ο κανονισμός Data Act τερματίζει την αποκλειστική διαχείριση δεδομένων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Πλέον, οι οδηγοί θα έχουν ελεύθερη και χωρίς χρέωση πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες του αυτοκινήτου τους, όπως στοιχεία διάγνωσης, ιστορικό χρήσης και δεδομένα συντήρησης.
Η ρύθμιση αυτή δίνει νέες δυνατότητες στους κατόχους. Θα μπορούν να μοιράζονται δεδομένα με ασφαλιστικές εταιρείες για χαμηλότερα ασφάλιστρα, να επιλέγουν ελεύθερα συνεργεία χωρίς να χάνεται η εγγύηση ή να χρησιμοποιούν εφαρμογές τρίτων που βασίζονται σε δεδομένα του οχήματος. Επιπλέον, σε περίπτωση βλάβης, η άμεση πρόσβαση στα στοιχεία θα διευκολύνει τη γρηγορότερη ανίχνευση προβλημάτων.
Οι κατασκευαστές υποχρεούνται να προσφέρουν ξεκάθαρο μηχανισμό πρόσβασης, είτε μέσω εφαρμογής που θα είναι εγκατεστημένη στο αυτοκίνητο είτε μέσω διαδικτυακής πύλης. Από τον Σεπτέμβριο του 2026, όλα τα νέα μοντέλα θα πρέπει να είναι τεχνικά σχεδιασμένα ώστε να παρέχουν αυτόματα αυτή τη δυνατότητα.
Ο κανονισμός εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ στα τέλη του 2023 και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη. Στη Γερμανία, το υπουργείο Ψηφιακών και Μεταφορών ετοιμάζει ειδική νομοθεσία για να καθορίσει τις αρμόδιες αρχές και το πλαίσιο κυρώσεων.
Παρά την ικανοποίηση των οργανώσεων καταναλωτών που βλέπουν περισσότερη διαφάνεια και ελευθερία επιλογής, οι βιομηχανικοί φορείς προειδοποιούν για ασαφή σημεία. Οι σύνδεσμοι Bitkom και BDI τονίζουν ότι χωρίς εθνικό πλαίσιο, δεν υπάρχουν σαφείς μηχανισμοί εφαρμογής.
Επιπλέον, ειδικοί σε θέματα προσωπικών δεδομένων ανησυχούν για πιθανές διαρροές ευαίσθητων πληροφοριών. Ο ADAC ζητά ειδικούς κανόνες για την αυτοκινητοβιομηχανία, ώστε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τη συλλογή και χρήση δεδομένων από τα οχήματα.
Ήδη αρκετές μάρκες, όπως Audi, Ford, Mercedes, Seat/Cupra και Volkswagen, έχουν ανοίξει ενημερωτικές ιστοσελίδες με οδηγίες πρόσβασης για τους πελάτες τους.
Συνολικά, ο Data Act σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο: οι οδηγοί αποκτούν για πρώτη φορά ουσιαστικό έλεγχο στα δεδομένα των αυτοκινήτων τους, ενώ οι κατασκευαστές καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διαφάνεια και την προστασία της ιδιωτικότητας.
