Πολύ σπάνιες φωτογραφίες είδαν το φως της δημοσιότητας για ένα μοντέλο που ποτέ δεν είδαμε τελικά να αγωνίζεται στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι. Την εποχή των θηρίων του Group B της δεκαετίας του 1980 όταν η Audi, η Ford, η Peugeot και η Lancia μεσουρανούσαν, η Mitsubishi πίσω από κλειστές πόρτες ετοίμαζε το δικό της θηρίο για να κατέβει στην πολύ ανταγωνιστική κατηγορία Ράλι.
Οι εικόνες διέρρευσαν από τη Mitsubishi στην Αγγλία και είχαν διακινηθεί εσωτερικά στην εταιρεία το 1984. Οι Ιάπωνες τότε ήταν έτοιμοι να κατασκευάσουν το Starion 4WD σε μόλις 200 μονάδες με στόχο να πάρουν έγκριση για να αγωνιστικού στην κατηγορία Group B του WRC. Πρόκειται για ένα από τα "χαμένα σχέδια" των αγώνων το οποίο ποτέ δεν είδε το δρόμο προς τη δόξα όπως τα Ford RS1700 ή το Audi Quattro με τον κινητήρα στο κέντρο.

Το Starion έκανε εμφάνιση και το Ράλι Μεγάλης Βρετανίας ως πρωτότυπο
Το Starion 4WD προετοιμάστηκε από τη Ralliart με επικεφαλής τους Andrew Cowan και Alan Wilkinson με το δεύτερο να έχει πάρει μέρος στην εξέλιξη του Audi Quattro. Ο κινητήρας ήταν 2.140 κ.εκ. τούρμπο ο οποίος θα είχε απόδοση 350 ίππους. Η χρήση carbon και κέβλαρ θα κράταγε το βάρος κοντά στα 1.000 κιλά.

To Starion 4WD θα έκανε το ντεμπούτο του το 1984 και πριν από αυτό έκανε τις πρώτες δοκιμές στο Ράλι Mille Pistes στη Γαλλία όπου τερμάτισε στη 6η θέση. Τελικά, η διαδικασία εξέλιξής του εγκαταλείφθηκε πριν από το 1986 όταν και οι κανονισμοί της κατηγορίας Group B άλλαξαν ριζικά. Μπορεί το Starion να έμεινε στο χρονοντούλαπο, ωστόσο ήταν το έναυσμα για τη Ralliart να παρουσιάσει αργότερα το Galland VR-4 με το οποίο η Mitsubishi πήρε την πρώτη της νίκη στο WRC, ενώ τη δεκαετία του 1990 οι Ιάπωνες κέρδισαν 4 πρωταθλήματα με τον Tommi Makinen και ένα πρωτάθλημα κατασκευαστών το 1998.
Πηγή: Zougla.gr

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
