Η Alfa Romeo παρουσιάζει την Giulia GTA και η «ακραία» εκδοχή της, η Giulia GTAm. Με αυτό τον τρόπο επιστρέφει στους δρόμους ένας θρύλος της μάρκας: η Giulia GTA του 1965. Πρόκειται για μια αυθεντική επιστροφή στις αξίες της μάρκας που εδραιώθηκαν με την ίδρυση της πριν από 111 χρόνια.

Η νέα Giulia GTA είναι άμεσα αναγνωρίσιμη σε σχέση με την Giulia Quadrifoglio, χάρη σε μια σειρά χαρακτηριστικών που δεν έχουν μόνο αισθητικό λόγω ύπαρξης, αλλά παίζουν και σημαντικό ρόλο σε τεχνικό επίπεδο. Χάρη στην ευρεία χρήση υπερ-ελαφρών υλικών, η Giulia GTA ζυγίζει 100 κιλά λιγότερο σε σχέση με τη Giulia Quadrifoglio, ενώ ο αναβαθμισμένος V6 Bi-Turbo κινητήρας με τους 540 ίππους, προσφέρει κορυφαία για την κατηγορία ειδική ισχύ που φτάνει τους 187 ίππους/λίτρο. Οι εξαιρετικές επιδόσεις επιβεβαιώνονται και από την επιτάχυνση από στάση στα 100χλμ./ώρα, η οποία διαρκεί μόλις 3,6 δευτερόλεπτα με τη βοήθεια του συστήματος Launch Mode.

Οι μηχανικοί της Alfa Romeo εργάστηκαν σκληρά για να βελτιώσουν την αεροδυναμική απόδοση και το κράτημα, αλλά κυρίως για να μειώσουν το βάρος, ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία με την Giulia GTA του 1965. Για να επιτύχουν το στόχο τους χρησιμοποίησαν όσο το δυνατόν περισσότερο υλικά όπως τα ανθρακονήματα, αλλά και άλλα συνθετικά υλικά. Ο σχεδιασμός εξελίχθηκε ώστε να αυξηθεί η αεροδυναμικά παραγόμενη κάθετη δύναμη, με λύσεις που έρχονται από τον κόσμο της Formula 1, χάρη και στη στενή συνεργασία που έχει η μάρκα με την Sauber Engineering. Στην Ελβετική εταιρεία ανατέθηκαν οι αεροδυναμικές αναβαθμίσεις της πίσω αεροτομής (η οποία είναι ρυθμιζόμενη σε 4 θέσεις στην GTAm), καθώς και το εμπρός ενεργό σπόιλερ που μπορεί να επεκταθεί κατά 40χλστ. στην GTAm. Άλλα ειδικά χαρακτηριστικά αποτελούν το εντυπωσιακό σύστημα εξαγωγής της Akrapovič από τιτάνιο, το οποίο έχει ενσωματωθεί στον πίσω –από ανθρακονήματα- διαχύτη, αλλά και οι τροχοί με το κεντρικό μπουλόνι ασφάλισης, μια επιλογή που για πρώτη φορά συναντάται σε σεντάν παραγωγής. Στην Giulia GTA η αεροδυναμικά παραγόμενη κάθετη δύναμη είναι τρεις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την Giulia Quadrifoglio.

Το εσωτερικό δεν κρύβει τη σύνδεση της GTA με τους αγώνες, με τα καθίσματα, το ταμπλό, τις επενδύσεις των θυρών, αλλά και τις κολόνες να είναι επενδυμένες με Alcantara®. Η Alcantara® εφαρμόζεται σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα στην έκδοση GTAm, όπου τη θέση των πίσω καθισμάτων έχει πάρει ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος για τα κράνη του οδηγού και του συνοδηγού, αλλά και τον πυροσβεστήρα. Παράλληλα στην GTAm, η ύπαρξη του κλωβού ασφαλείας, των αγωνιστικών ζωνών ασφαλείας 6 σημείων, η απουσία επενδύσεων στις πίσω πόρτες και οι μπροστά πόρτες που ανοίγουν με το τράβηγμα ενός ιμάντα αντί των κλασσικών χειρολαβών, τονίζουν περαιτέρω τη σύνδεση με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό.

Mercedes C-Class: 25 χρόνια από την εμβληματική σειρά 203
Ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Mercedes κατέχει η C-Class 203, αποτελώντας ένα από τα δημοφιλέστερα μοντέλα που έχουν κυκλοφορήσιε με το σήμα της. Η δεύτερη γενιά της C-Class παρουσιάστηκε πριν από 25 χρόνια στο Sindelfingen, ενσωματώνοντας προηγμένα συστήματα και μια πληθώρα τεχνολογιών που ήταν προνόμιο της υπερπολυτελούς S-Class. Μετά την 190 (W 201) και την πρώτη C-Class (σειρά 202), η 203 αναθεωρήθηκε πλήρως σε στιλιστικό και τεχνολογικό επίπεδο, ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2006 είχαν ήδη πωληθεί περίπου 2 εκατ. οχήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ ξανά η μάρκα δεν είχε φτάσει τόσο γρήγορα σε αυτό το ορόσημο με μια μόνο σειρά ενός μοντέλου.

Σχεδιαστικά, η C-Class 203 κληρονόμησε στοιχεία από την S-Class 220 του 1998, κάτι που είναι εμφανές τόσο στο μπροστινό μέρος όσο και στη σμιλεμένη «ουρά» με τα χαρακτηριστικά τριγωνικά πίσω φώτα, ενώ διαφοροποιούνταν από τις προκατόχους της χάρη στο μακρύτερο μεταξόνιο, τους εμφανώς πιο κοντούς προβόλους και το πιο κεκλιμένο παρμπρίζ. Έμφαση δόθηκε και στην αεροδυναμική, με τον συντελεστή οπισθέλκουσας (cw) να περιορίζεται σε 0,26, εξασφαλίζοντας πολύ χαμηλά επίπεδα θορύβου στο εσωτερικό.
Από την S-Class προήλθαν, επίσης, και πολλές λειτουργίες, όπως το σύστημα ελέγχου και προβολής COMAND, ένα «ψηφιακό κέντρο ελέγχου» που αναπτύχθηκε πολύ καιρό πριν την εδραίωση των οθονών αφής, αλλά και το σύστημα LINGUATRONIC που εκτελούσε φωνητικές εντολές.

Πέρα από την έκδοση σεντάν, η σειρά διατέθηκε και σε δύο ακόμη παραλλαγές: τη σπορ κουπέ (CL 203) που παρουσιάστηκε στο τέλος του 2000 και τη estate (S 203) το 2001. Τα επίπεδα εξοπλισμού ήταν τα Classic, Elegance και Αvantgarde, ενώ οι κινητήρες ήταν τετρακύλινδροι και πεντακύλινδροι σε σειρά, καθώς και V6, με την κορυφαία έκδοση C 32 AMG να αποδίδει έως και 354 PS (με V6 μοτέρ και supercharger). Μετά την ανανέωση του μοντέλου το 2004, κορυφαία έκδοση ήταν η C 55 AMG με κινητήρα V8 και 367 ίππους, ενώ το σύστημα τετρακίνησης 4Matic ήταν προαιρετικά διαθέσιμο από το φθινόπωρο του 2002.

Οι μηχανικοί προίκισαν τη 203 με υψηλή ευελιξία, ενσωματώνοντας ανάρτηση με τριπλούς συνδέσμους εμπρός και πολλαπλούς συνδέσμους στον πίσω άξονα, θέτοντας νέα πρότυπα στον τομέα της δυναμικής οδήγησης. Παρ’ όλα αυτά, ο σπορ προσανατολισμός δεν υποβάθμιζε την υψηλή ποιότητα κύλισης που χαρακτηρίζει όλα τα μοντέλα της μάρκας.
Η Mercedes C-Class 203 θα πρωταγωνιστήσει στη συνάντηση κλασικών αυτοκινήτων “Classics & Coffee” που θα διεξαχθεί στο μουσείο της γερμανικής μάρκας στη Στουτγάρδη την Κυριακή 18 Μαΐου 2025.
