Το Atto 2 έχει σχεδιαστεί για όσους επιθυμούν την αυξημένη απόσταση από το έδαφος σε ένα προσιτό πακέτο, το οποίο συγχρόνως είναι κατάλληλο για κίνηση και εύκολη στάθμευση σε αστικούς δρόμους. Έρχεται να πλαισιώσει το μεγαλύτερο Atto 3 στη διευρυνόμενη ευρωπαϊκή γκάμα μοντέλων της κινέζικης εταιρίας.
Διαστάσεις
Το Atto 2 βασίζεται στην e-Platform 3.0 της BYD και συνδυάζει τα στοιχεία ενός SUV με τις συμπαγείς διαστάσεις, καθώς έχει μήκος 4.310 χλστ., πλάτος 1.830 χλστ. και ύψος 1.675 χλστ., ήτοι το μήκος και το πλάτος του είναι μικρότερα κατά 145 χλστ. και 45 χλστ. αντίστοιχα από του Atto 3. Καλύπτει έτσι το κενό μεταξύ του Dolphin και του Atto 3, έχοντας ως κύριους αντιπάλους στην Ευρώπη το Jeep Avenger, το Mini Aceman και το Smart #5.

Το σχετικά μακρύ μεταξόνιο (2.620 χλστ.) υποστηρίζει τους διαθέσιμους χώρους της καμπίνας των επιβατών και εξασφαλίζει συγχρόνως κοντούς εμπρός και πίσω προβόλους και βελτιωμένες γωνίες προσέγγισης και διαφυγής. Ο χώρος αποσκευών του έχει χωρητικότητα 400 λίτρων -τιμή υψηλότερη σε σχέση με πολλά συμβατικά οικογενειακά hatchback της κατηγορίας C, και μπορεί να αυξηθεί στα 1.340 λίτρα με την αναδίπλωση του διαιρούμενου πίσω καθίσματος.
Σχεδιαστικά
Στο μπροστά μέρος βλέπουμε τα full-LED φωτιστικά σώματα και τα λεπτά φώτα ημέρας, τα οποία συνδυάζονται με τη φωτεινή επένδυση της μάσκας. Ο προφυλακτήρας διαθέτει γωνίες με ακμές που προσφέρουν μια δυναμική εμφάνιση, μαζί με τα φωτεινά διακοσμητικά στοιχεία που βρίσκονται τοποθετημένα χαμηλά και τους κατακόρυφα διατεταγμένους αεραγωγούς (αεροκουρτίνες) στα άκρα.

Στο προφίλ τοy Atto 2 ξεχωρίζουν οι διακοσμητικές επενδύσεις χαμηλά, που συνοδεύονται από ιδιαίτερες λεπτομέρειες, προκειμένου να αναδειχτεί το ύψος του αυτοκινήτου. Η “αιωρούμενη” γραμμή της οροφής διακόπτεται από ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στο χρώμα του αμαξώματος που συναντά τις γυάλινες επιφάνειες στην τρίτη κολόνα. Η συγκεκριμένη επιφάνεια περιλαμβάνει έντονες καμπύλες, οι οποίες προσδίδουν στο αυτοκίνητο μια αίσθηση ενέργειας σε συνδυασμό με τη δυναμική σχεδίαση των ζαντών αλουμινίου.
Στο πίσω μέρος, η χαρακτηριστική αεροτομή οροφής βρίσκεται πάνω από μια φωτεινή μπάρα που εκτείνεται σε όλο το πλάτος του αυτοκινήτου συνδέοντας τα πίσω φώτα “κινέζικου κόμβου”, τα οποία έχουν το σχήμα του αριθμού 8, καθώς και το Mobius Infinity Ring που συμβολίζει με τη σειρά του την ατελείωτη καλοτυχία. Ένας κυρτός πίσω προφυλακτήρας και επιπλέον φωτεινά στοιχεία στην κάτω επένδυση ολοκληρώνουν την εμφάνιση.

Χρώματα
Από θέμα χρωμάτων, το Atto 2 διατίθεται στον γκρι Climbing Grey (στάνταρ) και εναλλακτικά στα Hiking Green (πράσινο), Skiing White (λευκό) και Cosmos Black (μαύρο).

Εσωτερικό
Περνώντας στην καμπίνα του, εδώ -σύμφωνα με την εταιρία- συνδυάζεται η αιχμηρή σχεδίαση και τα υλικά υψηλής ποιότητας με τους άπλετους χώρους και την τεχνολογία. Το ταμπλό χαρακτηρίζεται από τις απλές, καθαρές γραμμές, με την κεντρική κονσόλα να περιλαμβάνει δύο ποτηροθήκες και ένα ενσωματωμένο υποβραχιόνιο, το οποίο ανοίγει προκειμένου να ανακαλύψει έναν από τους πολλούς αποθηκευτικούς χώρους.

Ο επιλογέας κίνησης έχει εμφάνιση κομμένου διαμαντιού, ενώ η περιοχή γύρω από αυτόν περιλαμβάνει φυσικούς διακόπτες για ορισμένες βασικές λειτουργίες, όπως το ξεθάμπωμα του παρμπρίζ, τη ρύθμιση της έντασης του ηχοσυστήματος και έναν διακόπτη για την επιλογή των προγραμμάτων οδήγησης του οχήματος.
Υπάρχει πανοραμική γυάλινη οροφή και μια ευρύχωρη καμπίνα επιβατών, καθώς το εντελώς επίπεδο δάπεδο εγγυάται ότι τα πίσω καθίσματα παραμένουν ιδιαίτερα λειτουργικά για οικογενειακή χρήση.

Μπαταρία
Το νέο Atto 2 είναι εξοπλισμένο με μπαταρία τύπου Blade Battery και, για πρώτη φορά σε ένα compact μοντέλο της BYD, χρησιμοποιεί τη δομή Cell-to-Body (CTB). Χάρη σε αυτή, η μπαταρία είναι πλήρως ενσωματωμένη στο πλαίσιο του οχήματος, με το άνω κάλυμμά της να λειτουργεί ως δάπεδο για την καμπίνα των επιβατών. Η δομή CTB, η οποία είναι μοναδική για την BYD και χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην κατηγορία των compact SUV, προσφέρει βελτιωμένη διάταξη χώρων και εξαιρετικά επίπεδα ακαμψίας.
H μπαταρία χρησιμοποιεί φωσφορικό σίδηρο λιθίου (LFP) ως υλικό καθόδου, που εξασφαλίζει υψηλότερα επίπεδα ασφάλειας και ανθεκτικότητας σε σύγκριση με τις συμβατικές μπαταρίες ιόντων λιθίου, ενώ είναι επίσης 100% απαλλαγμένη από κοβάλτιο και νικέλιο.
Οι μπαταρίες LFP είναι επίσης πιο ανθεκτικές σε ακραίες θερμοκρασίες, λιγότερο ευαίσθητες στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και μπορούν να αντέξουν περισσότερους κύκλους φόρτισης και εκφόρτισης χωρίς σχεδόν καμία απώλεια χωρητικότητας, γεγονός που τους εξασφαλίζει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Ηλεκτροκινητήρας
Κατά το λανσάρισμα, η έκδοση standard-range θα έχει ονομαστική χωρητικότητα 45,1 kWh, παρέχοντας αυτονομία έως 312 χλμ. σύμφωνα με το πρωτόκολλο WLTP, με τον κινητήρα, που είναι τοποθετημένος στον εμπρός άξονα, να αποδίδει 177 ίππους.
Τους προσεχείς μήνες, αναμένεται η κυκλοφορία μιας επιπλέον έκδοσης, η οποία θα διαθέτει μεγαλύτερη μπαταρία, προσφέροντας αυξημένη αυτονομία. Το βάρος του νέου μοντέλου της BYD κυμαίνεται μεταξύ 1.430 κιλών και 1.540 κιλών, ανάλογα με τις προδιαγραφές του ηλεκτροκινητήρα και της μπαταρίας.

Bugatti: Πως το τολμηρό όραμα Ferdinand Piëch έφερε την επανάσταση στα super car με τον W16 κινητήρα στη Veyron
Στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, λίγα ονόματα προκαλούν τον ίδιο σεβασμό για τις επιδόσεις, την πολυτέλεια και την πρωτοποριακή μηχανική όπως η Bugatti. Το Veyron 16.4, του 2005, ήταν ένα υπερ-σπορ αυτοκίνητο που γεννήθηκε από ένα τολμηρό όραμα και επαναπροσδιόρισε τα όρια των δυνατοτήτων.
Ωστόσο, η άφιξη της Veyron δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά το αποκορύφωμα μιας επίπονης έρευνας. Μεταξύ του 1998 και του 1999, μια σειρά ξεχωριστών μελετών σχεδιασμού διερεύνησε διαφορετικές πτυχές της φιλοδοξίας του Ferdinand Piëch, καθεμία ανοίγοντας το δρόμο για το τελικό σχέδιο.

Η γένεση της σύγχρονης Bugatti βασίζεται στη φιλοδοξία του Ferdinand Karl Piëch, τότε Προέδρου του Ομίλου Volkswagen. Το 1997, εμπνευσμένος από την επιθυμία να δημιουργήσει ένα υπερ αυτοκίνητο με ξεχωριστή φινέτσα και με δύναμη στον κινητήρα που να ξεπερνάει κάθε όριο, ο Piëch έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Να υλοποιήσει αυτό που οραματίσθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο Shinkansen στην Ιαπωνία. Και η αρχή έγινε με τον επαναστατικό κινητήρα 18 κυλίνδρων.
Σχεδιασμένη σε ένα φάκελο, η κατασκευή W18 έγινε η βασική σύλληψη της ανακατασκευής της Bugatti, αφού η Volkswagen AG απέκτησε τα δικαιώματα της μάρκας τον Μάϊο του 1998. Ο Piëch δεν αναζήτησε μόνο ταχύτητα, αλλά ένα αυτοκίνητο ικανό να ξεπεράσει τα 400 km/h, προσφέροντας την άνεση, την κομψότητα και τη χρηστικότητα, μια εντελώς νέας πρόκλησης που απαιτούσε εντελώς νέες μηχανικές λύσεις.

Για να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο Ferdinand Piëch ανέθεσε στον Giorgetto Giugiaro της Italdesign να προσφέρει μια νέα φιλοσοφία οχήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το EB 118, έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1998. Έκανε την εμφάνισή του ως ένα κομψό, επιβλητικό δίθυρο κουπέ αιχμαλωτίζοντας την πεμπτουσία ενός grand tourer. Ο σχεδιασμός του χαρακτηριζόταν από ένα μακρύ, φαρδύ καπό – που ήταν απαραίτητο εξαιτίας του μεγέθους του ατμοσφαιρικού κινητήρα W18 6,3 λίτρων που ήταν τοποθετημένος μπροστά και απέδιδε 555 ίππους.
Στο εσωτερικό, η καμπίνα αγκάλιασε επιρροές της Art Deco, δίνοντας έμφαση στην πολυτέλεια, την άνεση και τη χειροποίητη κατασκευή. Σε συνδυασμό με την προηγμένη μηχανική του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού συστήματος μετάδοσης κίνησης W18 και της μόνιμης τετρακίνησης, το EB 118 ήταν μια τολμηρή δήλωση προθέσεων: ένας απρόσκοπτος συνδυασμός της κληρονομιάς της Bugatti και της πρωτοποριακής καινοτομίας.

Αμέσως μετά, το πολυτελές σαλόνι EB 218 έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1999. Επίσης σχεδιασμένο από τον Giugiaro, το EB 218 παρουσιάστηκε ως εξέλιξη του προηγούμενου πρωτότυπου Bugatti EB 112 (από την εποχή Artioli) αλλά τώρα τροφοδοτούμενο από τον ίδιο τρομερό κινητήρα με τον EB 118.
Αυτό το τετράθυρο σεντάν αποτελούσε μια διαφορετική διάσταση της ταυτότητας της Bugatti, εστιάζοντας στην απόλυτη πολυτέλεια.
Με μήκος μεγαλύτερο από το EB 118, στα 5,3 μέτρα διέθετε διακριτικά αναθεωρημένες καμπυλότητες για τους προφυλακτήρες, τα φώτα και το καπό, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις χωροταξίας του W18 σε ένα σεντάν διατηρώντας παράλληλα τη μόνιμη τετρακίνηση.
Το EB 218 απέδειξε την ευελιξία του κινητήρα W18 και την ικανότητα της μάρκας να παράγει όχι μόνο κουπέ αλλά και μεγάλα, υπερπολυτελή οχήματα, που θυμίζουν μοντέλα όπως το Type 41 Royale.
Μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε αργότερα εκείνο το έτος. Στο IAA στη Φρανκφούρτη τον Σεπτέμβριο του 1999, η Bugatti παρουσίασε το EB 18/3 Chiron. Σχεδιασμένο από τον Fabrizio Giugiaro υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, αυτό το concept απομακρύνθηκε από τη διάταξη του μπροστινού κινητήρα των προκατόχων του.
Το EB 18/3 Chiron ήταν μια καθαρή, διθέσια μελέτη σούπερ σπορ αυτοκινήτου με το W18 σε διάταξη κινητήρα τοποθετημένο στη μέση. Έτσι έγινε μια εντυπωσιακή αλλαγή στις αναλογίες του αυτοκινήτου με μια πιο επιθετική σχεδιαστικά προς τα εμπρός καμπίνα, χαρακτηριστική των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων. Ενώ εξακολουθούσε να διαθέτει τον 555 PS W18 και τετρακίνηση, το στυλ επικεντρώθηκε περισσότερο στην αεροδυναμική απόδοση και τη δυναμική ικανότητα.

Αυτή η πρωτότυπη έκδοση, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό οδηγό αγώνων Bugatti, Louis Chiron, σηματοδότησε τη νέα τάση των υπερ-σπορ αυτοκινήτων που θα κατακτούσε τελικά η Veyron με τον εκπληκτικό W18 κινητήρα.
Ένα μήνα αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, έγινε το τελευταίο εξελικτικό βήμα για τη Bugatti EB 18/4 Veyron, πριν κάνει το ντεμπούτο της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τόκιο.
Κατασκευασμένο εσωτερικά από τον Όμιλο Volkswagen υπό τις οδηγίες του Hartmut Warkuß, με το εξωτερικό να σχεδιάζεται από το νεαρό Jozef Kabaň, το EB 18/4 παρουσίαζε μια πολύ πιο συμπαγή και εστιασμένη σιλουέτα σπορ αυτοκινήτου με κινητήρα στο κέντρο. Το στυλ του προμήνυε έντονα το εμβληματικό σχήμα, τις αναλογίες και τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία του αυτοκινήτου παραγωγής.

Αν και αρχικά εμφανίστηκε με τον κινητήρα W18, η τεράστια πρόκληση της αξιόπιστης εξαγωγής άνω των 1.000 PS και η διαχείριση της θερμότητας και της πολυπλοκότητας του ατμοσφαιρικού W18 οδήγησε σε μια καθοριστική μηχανική αλλαγή. Μέχρι το 2000, πάρθηκε η απόφαση για την ανάπτυξη ενός νέου κινητήρα: του 8,0 λίτρων, τετραπλού υπερσυμπιεστή W16. Αυτός ο κινητήρας θα μπορούσε να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τους στόχους ακραίων επιδόσεων της Piëch των 1.001 PS και τελικής ταχύτητας άνω των 400 km/h, αν και απαιτούσε ένα πρωτοφανώς εξελιγμένο σύστημα ψύξης.
Η επιλογή του ονόματος «Veyron» για το τελικό πρωτότυπο και το αυτοκίνητο παραγωγής που ακολούθησε ήταν μία επιλεκτική αναφορά από την πλούσια κληρονομιά της Bugatti. Ο Pierre Veyron (1903-1970) ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ένας οδηγός αγώνων. Ήταν μηχανικός ανάπτυξης και επίσημος οδηγός δοκιμών για τη μάρκα κατά τη δεκαετία του 1930. Το κορυφαίο του επίτευγμα ήρθε το 1939 όταν, μαζί με τον Jean-Pierre Wimille, εξασφάλισε μια νίκη για την Bugatti στο διάσημο 24 Hours of Le Mans, πιλοτάροντας ένα Tank Type 57C.

Το ταξίδι από το αρχικό σκίτσο W18 του Ferdinand Piëch μέχρι το κορυφαίο παγκοσμίως Veyron 16.4 ήταν απόδειξη αδιάκοπης καινοτομίας, επαναληπτικής σχεδίασης και βαθύ σεβασμού για την κληρονομιά της Bugatti. Τα πρωτότυπα αυτοκίνητα – EB 118, EB 218, EB 18/3 Chiron και EB 18/4 Veyron – δεν ήταν απλές σχεδιαστικές ασκήσεις αλλά κρίσιμα βήματα μηχανικής. Καθένα από αυτά εξερεύνησε διαφορετικά στυλ (grand tourer, πολυτελές σεντάν, σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα στο κέντρο) και δοκίμασε τα όρια του φιλόδοξου κινητήρα W18, πριν η τελική σύγκλιση του σχεδιασμού και η μηχανική στροφή προς τον κινητήρα W16 καθορίσουν τη Veyron. Έδειξαν τη φιλοδοξία, τις μηχανικές προκλήσεις και την εξελισσόμενη σχεδιαστική γλώσσα που κορυφώθηκε σε ένα όχημα που τιμούσε το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα σφυρηλατούσε ένα εντελώς νέο μέλλον για τον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Πηγή: Zougla.gr
