Η Kawasaki παρουσίασε το 1973 το πρώτο Personal-Water-Craft (PWC) με το όνομα Jet Ski και σήμερα είναι πλέον ένα γενικά αποδεκτό όνομα για τα “προσωπικά σκάφη” PWC.

Τα πρώτα μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για έρευνα και αγώνες, η μαζική παραγωγή ακολούθησε σύντομα με το λανσάρισμα της σειράς των μονοθέσιων stand-up (όρθιων) Jet Ski με πρώτο μοντέλο παραγωγής το JS400 και ακολούθησαν το JS440 του 1977 και τα JS550 και JS300 στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Για τις σειρές με κινητήρες 400 έως 550, η Kawasaki ανέπτυξε και βελτίωσε τα πακέτα δικύλινδρων, υδρόψυκτων κινητήρων της με καρμπυρατέρ που κινούσαν (όπως όλα τα Jet Ski) μια εσωτερική προπέλα σε “σωλήνα”, το νερό να εισέρχεται μέσω μιας σχάρας τοποθετημένης στο κάτω μέρος του σκάφους και στη συνέχεια εκτοξεύεται προς τα πίσω και ωθεί το σκάφος.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 τοποθετήθηκε και σύστημα τριμαρίσματος που επέτρεψε την αλλαγή της γωνίας του Jet Ski στο νερό, όπως στα ταχύπλοα. Το 1986 ήταν μια κομβική χρονιά για την Kawasaki με την εμφάνιση του X-2 (JF650-A), του πρώτου διθέσιου σκάφους της Kawasaki, το οποίο, λόγω του σταθερού τιμονιού και της ευκολίας που προσέφερε αυτό στους λιγότερο έμπειρους κέρδισε πολλούς που δεν είχαν σκεφτεί προηγουμένως την αγορά ενός PWC.

Ακολούθησαν και άλλες καινοτομίες και παραλλαγές, συμπεριλαμβανομένης, το 1989, της εισαγωγής του Jet Mate (JB650-A), με σύστημα διεύθυνσης με joystick και εμφάνιση που μοιάζει περισσότερο με σκάφος, καθώς και την παρουσίαση του TS (JF650-B) ενός PWC για δύο άτομα. Το 1994 η εταιρεία παρουσίασε το πρώτο τριθέσιο JetSki, το ST (JT750-A) και ακολούθησε το . 900 ZXi (JH900-A) με τρικύλινδρο δίχρονο κινητήρα που απέδιδε 100 ίππους!

Η ισχύς και οι χωρητικότητες του κινητήρα αυξήθηκαν τη δεκαετία του 1990 με διαθέσιμα τζετ σκι δύο και τριών καθισμάτων, παράλληλα με τα προσανατολισμένα σε αγώνες μονοθεσία, όλα με δίχρονους κινητήρες Kawasaki marine. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκε το Ultra 150 (JH1200-A), ένα σκάφος με απόδοση 150 ίππων, ενώ το 2000 η Kawasaki εισήγαγε τον ψεκασμό καυσίμου στο 1100 STX D.I (JT1100-C). Το 2003 η Kawasaki παρουσίασε το πρώτο τετράχρονο μοντέλο το STX-12F (JT1200-B) κινητήρα βασισμένο σε αυτόν της μοτοσικλέτας Ninja ZX-12R.
Από το 2007 όλα τα πολυθεσία σκάφη έχουν τετράχρονους κινητήρες ανάμεσά τους και έναν υπερτροφοδοτούμενο που το 2011 έφθασε να αποδίδει 300 ίππους.

Το 2017 η Kawasaki επανέφερε στη γκάμα της τα μονοθέσια, είχαν σταματήσει από το 2012, με την εμφάνιση του SX-R (JS1500A) με τέσσερις κυλίνδρους και ισχύ 160 ίππων και συνεχίζει μέχρι σήμερα με το νέο Ultra 160 LX για το 2023.
Από το 1973 έως το 2023, η Kawasaki βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της τεχνολογίας PWC με περισσότερα από 60 μοντέλα σε αυτό το διάστημα και παραμένει ένας από τους κύριους παίκτες στην αρένα των PWC.

Sayonara GT-R: Το τελευταίο GT-R μόλις πέρασε τη γραμμή παραγωγής
Το αναπόφευκτο συνέβη. Η Nissan λέει οριστικό αντίο στο αμάξι θρύλος, GT-R 35. Μετά από 18 χρόνια, η Nissan ανακοίνωσε πως σήμερα πέρασε τη γραμμή παραγωγής το τελευταίο R35 GT-R, καθώς ολοκληρώνεται η συναρμολόγηση για την εγχώρια αγορά της Ιαπωνίας (ήταν η τελευταία περιοχή πωλήσεων του μοντέλου).
Από την κυκλοφορία του το 2007, το R35 GT-R έχει γίνει σύμβολο απόδοσης και καινοτομίας, γοητεύοντας τους λάτρεις της αυτοκίνησης και θέτοντας σημεία αναφοράς στην κατηγορία των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων.

Στοχάζοντας μια κληρονομιά
Οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Nissan στο Tochigi, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. βόρεια του Τόκιο, συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την εκτεταμένη κληρονομιά του R35 καθώς η τελευταία μονάδα βγήκε από τη γραμμή παραγωγής. Συνολικά, περίπου 48.000 μονάδες κατασκευάστηκαν και πουλήθηκαν κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του μοντέλου. Το τελικό όχημα, μια Premium έκδοση T-Spec, με βαφή Midnight Purple, προορίζεται για έναν πελάτη στην Ιαπωνία.

Αντί για τον τυπικό κύκλο ζωής ενός προϊόντος που περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον facelift στα μέσα του κύκλου ζωής του, το R35 GT-R εξελισσόταν συνεχώς σε κάθε έτος μοντέλου. Ανάλογα με την έκδοση, οι μηχανικοί της Nissan στην Ιαπωνία στόχευαν στην απελευθέρωση είτε περισσότερης ισχύος είτε μεγαλύτερων επιπέδων ελέγχου, αυξημένης άνεσης και πολυτέλειας.
Με τον ισχυρό κινητήρα V6 VR38DETT twin-turbo, το αναγνωρισμένο σύστημα τετρακίνησης ATTESA ET-S και την καινοτόμο αεροδυναμική του, το R35 GT-R προσέφερε σταθερά συναρπαστικές οδηγικές εμπειρίες τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά τη διάρκεια της παραγωγής του, μια βασική ομάδα μόλις εννέα αριστοτεχνών – ονόματι Takumi – στο εργοστάσιο της Nissan στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας συναρμολόγησε με πάθος στο χέρι κάθε έναν από τους κινητήρες που ήταν εγκατεστημένοι στις 48.000 μονάδες που κατασκευάστηκαν. Τα ονόματά τους είναι απαθανατισμένα σε μια πλάκα που είναι προσαρτημένη σε κάθε κινητήρα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής, η μέγιστη ισχύς αυξήθηκε από 480 άλογα κατά την κυκλοφορία, σε 570 άλογα από το μοντέλο του 2017 και μετά. Παράλληλα, οι μηχανικοί της NISMO μπόρεσαν να εξάγουν ακόμη περισσότερα, υιοθετώντας υπερσυμπιεστές προδιαγραφών αγωνιστικού αυτοκινήτου GT3, καθώς και εξαρτήματα υψηλής ακρίβειας,. Το αποτέλεσμα ήταν υψηλότερες στροφές και ταχύτερο στρίψιμο του turbo, αποδίδοντας έως και 600 άλογα για τα μοντέλα GT-R NISMO.
Με τον Michael Krumm στο τιμόνι, κατάφεραν να καταγράψουν τον εκπληκτικό χρόνο 7 λεπτών και 8,679 δευτερολέπτων στο Nurburgring.
