Η EQE SUV αποτελεί τη νέα προσθήκη της Mercedes-Benz στη γκάμα των αμιγώς ηλεκτρικών μοντέλων της. Ένα premium ηλεκτρικό SUV που δείχνει ότι η εταιρεία βαδίζει με σταθερά βήματα στο δρόμο προς ένα εξηλεκτρισμένο μέλλον.

Το EQE SUV βασίζεται στην ηλεκτρική πλατφόρμα της Mercedes-EQ και είναι ένα μοντέλο με ιδιαίτερη έμφαση στα δυναμικά χαρακτηριστικά. Με διαστάσεις όπως, μήκος 4.863 - πλάτος 1.940 και ύψος 1.686 χιλιοστά, η EQE SUV προσφέρει τη δυνατότητα απόλυτης εκμετάλλευσης των χώρων ενώ το μεταξόνιο των 3.030 χιλιοστών προσφέρει εξαιρετικούς χώρους για οδηγό και επιβάτες. Επίσης ο χώρος για τις αποσκευές φθάνει τα 520 λίτρα ενώ με την αναδίπλωση των καθισμάτων μπορεί να φτάσει έως και τα 1.685 λίτρα. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το πενταθέσιο EQE SUV είναι ένας από τα πιο ευρύχωρα μοντέλα της κατηγορίας του διατηρώντας την ταυτότητα της Mercedes-Benz με στοιχεία, τόσο από τη σαλούν έκδοση της EQE όσο και από τη μεγαλύτερη και επιβλητική EQS. Διαθέτει ένα άκρως εντυπωσιακό εσωτερικό χώρο οποίος έχει υποστεί έντονη ψηφιοποίηση, την οποία υπογραμμίζει η προαιρετικά διαθέσιμη Hyperscreen MBUX που ουσιαστικά ενώνει τρεις οθόνες σε μία ενιαία γυάλινη επιφάνεια που καλύπτει ολόκληρη τη κεντρική κονσόλα. Ολόκληρος ο πίνακας οργάνων είναι μια μεγάλη οθόνη ευρεία οθόνη, που απαρτίζεται από πολλαπλές οθόνες υψηλής ανάλυσης η οποίες συγχωνεύονται ομαλά κάτω από ένα γυάλινο κάλυμμα με μήκος άνω των 141 εκατοστών. Περιττή κάθε αναφορά σε επίπεδο εξοπλισμού άνεσης, ασφάλειας και συνδεσιμότητας. Η EQE SUV είναι ένα τεχνολογικά προηγμένο μοντέλο με ότι καλύτερο έχει να παρουσιάσει σήμερα η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία. Επίσης, προσφέρει τη δυνατότητα ενεργοποίησης πρόσθετων λειτουργιών και αναβαθμίσεων μέσω της τεχνολογίας over-the-air, κάτι που σημαίνει ότι και μετά την αγορά, ο ιδιοκτήτης μπορεί να διοαμορφώσει και να προσαρμόσει μέρος του εξοπλισμού μέσω του «Mercedes me Store». Η οθόνη MBUX και το λειτουργικό της σύστημα προσφέρουν εξατομικευμένες προτάσεις για πολλές λειτουργίες infotainment και άνεσης.

H SUV εκδοχή του γερμανικού αμιγώς ηλεκτρικού μοντέλου, θα διατίθεται με τα ίδια ακριβώς σύνολα που τοποθετούνται στην EQE, με μια δικίνητη και δύο τετρακίνητες εκδόσεις. Αρχικά παρουσιάζονται οι EQE 350+ (κίνηση στους δύο τροχούς) και η 350 4MATIC με 292 ίππους και ροπή 565 και 765 Nm αντίστοιχα, ενώ η κορυφαία EQE 500 4MATIC προσφέρει 408 ίππους και 858 Nm ροπής. Στην κορυφή των επιδόσεων βρίσκεται η Mercedes–AMG EQE 53 4MATIC SUV με 687 ίππους (0-100 σε 3,5 δευτερόλεπτα) ενώ στη γκάμα υπάρχει και η Mercedes-AMG EQE 43 4MATIC SUV με 476 ίππους. Η αυτονομία φθάνει τα 480 μέχρι 590 χιλιόμετρα (WLTP) για την έκδοση EQE 350+, 459 έως 558 χλμ. για την τετρακίνητη EQE 350 4MATIC και από 460 έως 547 χλμ. για την κορυφαία EQE 500 4MATIC. Αντίστοιχα, οι εκδόσεις AMG προσφέρουν 431 λεως 488 χιλιόμετρα για την EQE 43 4MATIC και 375 έως 470 για τηνEQE 53 4MATIC. Η μπαταρία ιόντων λιθίου της EQE, έχει χωρητικότητα 90,6 kWh (net) με την εταιρεία να εγγυάται την απόδοση της μπαταρίας για 10 χρόνια ή 250.000 χιλιόμετρα.


Bugatti: Πως το τολμηρό όραμα Ferdinand Piëch έφερε την επανάσταση στα super car με τον W16 κινητήρα στη Veyron
Στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, λίγα ονόματα προκαλούν τον ίδιο σεβασμό για τις επιδόσεις, την πολυτέλεια και την πρωτοποριακή μηχανική όπως η Bugatti. Το Veyron 16.4, του 2005, ήταν ένα υπερ-σπορ αυτοκίνητο που γεννήθηκε από ένα τολμηρό όραμα και επαναπροσδιόρισε τα όρια των δυνατοτήτων.
Ωστόσο, η άφιξη της Veyron δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά το αποκορύφωμα μιας επίπονης έρευνας. Μεταξύ του 1998 και του 1999, μια σειρά ξεχωριστών μελετών σχεδιασμού διερεύνησε διαφορετικές πτυχές της φιλοδοξίας του Ferdinand Piëch, καθεμία ανοίγοντας το δρόμο για το τελικό σχέδιο.

Η γένεση της σύγχρονης Bugatti βασίζεται στη φιλοδοξία του Ferdinand Karl Piëch, τότε Προέδρου του Ομίλου Volkswagen. Το 1997, εμπνευσμένος από την επιθυμία να δημιουργήσει ένα υπερ αυτοκίνητο με ξεχωριστή φινέτσα και με δύναμη στον κινητήρα που να ξεπερνάει κάθε όριο, ο Piëch έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Να υλοποιήσει αυτό που οραματίσθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο Shinkansen στην Ιαπωνία. Και η αρχή έγινε με τον επαναστατικό κινητήρα 18 κυλίνδρων.
Σχεδιασμένη σε ένα φάκελο, η κατασκευή W18 έγινε η βασική σύλληψη της ανακατασκευής της Bugatti, αφού η Volkswagen AG απέκτησε τα δικαιώματα της μάρκας τον Μάϊο του 1998. Ο Piëch δεν αναζήτησε μόνο ταχύτητα, αλλά ένα αυτοκίνητο ικανό να ξεπεράσει τα 400 km/h, προσφέροντας την άνεση, την κομψότητα και τη χρηστικότητα, μια εντελώς νέας πρόκλησης που απαιτούσε εντελώς νέες μηχανικές λύσεις.

Για να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο Ferdinand Piëch ανέθεσε στον Giorgetto Giugiaro της Italdesign να προσφέρει μια νέα φιλοσοφία οχήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το EB 118, έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1998. Έκανε την εμφάνισή του ως ένα κομψό, επιβλητικό δίθυρο κουπέ αιχμαλωτίζοντας την πεμπτουσία ενός grand tourer. Ο σχεδιασμός του χαρακτηριζόταν από ένα μακρύ, φαρδύ καπό – που ήταν απαραίτητο εξαιτίας του μεγέθους του ατμοσφαιρικού κινητήρα W18 6,3 λίτρων που ήταν τοποθετημένος μπροστά και απέδιδε 555 ίππους.
Στο εσωτερικό, η καμπίνα αγκάλιασε επιρροές της Art Deco, δίνοντας έμφαση στην πολυτέλεια, την άνεση και τη χειροποίητη κατασκευή. Σε συνδυασμό με την προηγμένη μηχανική του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού συστήματος μετάδοσης κίνησης W18 και της μόνιμης τετρακίνησης, το EB 118 ήταν μια τολμηρή δήλωση προθέσεων: ένας απρόσκοπτος συνδυασμός της κληρονομιάς της Bugatti και της πρωτοποριακής καινοτομίας.

Αμέσως μετά, το πολυτελές σαλόνι EB 218 έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1999. Επίσης σχεδιασμένο από τον Giugiaro, το EB 218 παρουσιάστηκε ως εξέλιξη του προηγούμενου πρωτότυπου Bugatti EB 112 (από την εποχή Artioli) αλλά τώρα τροφοδοτούμενο από τον ίδιο τρομερό κινητήρα με τον EB 118.
Αυτό το τετράθυρο σεντάν αποτελούσε μια διαφορετική διάσταση της ταυτότητας της Bugatti, εστιάζοντας στην απόλυτη πολυτέλεια.
Με μήκος μεγαλύτερο από το EB 118, στα 5,3 μέτρα διέθετε διακριτικά αναθεωρημένες καμπυλότητες για τους προφυλακτήρες, τα φώτα και το καπό, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις χωροταξίας του W18 σε ένα σεντάν διατηρώντας παράλληλα τη μόνιμη τετρακίνηση.
Το EB 218 απέδειξε την ευελιξία του κινητήρα W18 και την ικανότητα της μάρκας να παράγει όχι μόνο κουπέ αλλά και μεγάλα, υπερπολυτελή οχήματα, που θυμίζουν μοντέλα όπως το Type 41 Royale.
Μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε αργότερα εκείνο το έτος. Στο IAA στη Φρανκφούρτη τον Σεπτέμβριο του 1999, η Bugatti παρουσίασε το EB 18/3 Chiron. Σχεδιασμένο από τον Fabrizio Giugiaro υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, αυτό το concept απομακρύνθηκε από τη διάταξη του μπροστινού κινητήρα των προκατόχων του.
Το EB 18/3 Chiron ήταν μια καθαρή, διθέσια μελέτη σούπερ σπορ αυτοκινήτου με το W18 σε διάταξη κινητήρα τοποθετημένο στη μέση. Έτσι έγινε μια εντυπωσιακή αλλαγή στις αναλογίες του αυτοκινήτου με μια πιο επιθετική σχεδιαστικά προς τα εμπρός καμπίνα, χαρακτηριστική των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων. Ενώ εξακολουθούσε να διαθέτει τον 555 PS W18 και τετρακίνηση, το στυλ επικεντρώθηκε περισσότερο στην αεροδυναμική απόδοση και τη δυναμική ικανότητα.

Αυτή η πρωτότυπη έκδοση, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό οδηγό αγώνων Bugatti, Louis Chiron, σηματοδότησε τη νέα τάση των υπερ-σπορ αυτοκινήτων που θα κατακτούσε τελικά η Veyron με τον εκπληκτικό W18 κινητήρα.
Ένα μήνα αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, έγινε το τελευταίο εξελικτικό βήμα για τη Bugatti EB 18/4 Veyron, πριν κάνει το ντεμπούτο της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τόκιο.
Κατασκευασμένο εσωτερικά από τον Όμιλο Volkswagen υπό τις οδηγίες του Hartmut Warkuß, με το εξωτερικό να σχεδιάζεται από το νεαρό Jozef Kabaň, το EB 18/4 παρουσίαζε μια πολύ πιο συμπαγή και εστιασμένη σιλουέτα σπορ αυτοκινήτου με κινητήρα στο κέντρο. Το στυλ του προμήνυε έντονα το εμβληματικό σχήμα, τις αναλογίες και τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία του αυτοκινήτου παραγωγής.

Αν και αρχικά εμφανίστηκε με τον κινητήρα W18, η τεράστια πρόκληση της αξιόπιστης εξαγωγής άνω των 1.000 PS και η διαχείριση της θερμότητας και της πολυπλοκότητας του ατμοσφαιρικού W18 οδήγησε σε μια καθοριστική μηχανική αλλαγή. Μέχρι το 2000, πάρθηκε η απόφαση για την ανάπτυξη ενός νέου κινητήρα: του 8,0 λίτρων, τετραπλού υπερσυμπιεστή W16. Αυτός ο κινητήρας θα μπορούσε να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τους στόχους ακραίων επιδόσεων της Piëch των 1.001 PS και τελικής ταχύτητας άνω των 400 km/h, αν και απαιτούσε ένα πρωτοφανώς εξελιγμένο σύστημα ψύξης.
Η επιλογή του ονόματος «Veyron» για το τελικό πρωτότυπο και το αυτοκίνητο παραγωγής που ακολούθησε ήταν μία επιλεκτική αναφορά από την πλούσια κληρονομιά της Bugatti. Ο Pierre Veyron (1903-1970) ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ένας οδηγός αγώνων. Ήταν μηχανικός ανάπτυξης και επίσημος οδηγός δοκιμών για τη μάρκα κατά τη δεκαετία του 1930. Το κορυφαίο του επίτευγμα ήρθε το 1939 όταν, μαζί με τον Jean-Pierre Wimille, εξασφάλισε μια νίκη για την Bugatti στο διάσημο 24 Hours of Le Mans, πιλοτάροντας ένα Tank Type 57C.

Το ταξίδι από το αρχικό σκίτσο W18 του Ferdinand Piëch μέχρι το κορυφαίο παγκοσμίως Veyron 16.4 ήταν απόδειξη αδιάκοπης καινοτομίας, επαναληπτικής σχεδίασης και βαθύ σεβασμού για την κληρονομιά της Bugatti. Τα πρωτότυπα αυτοκίνητα – EB 118, EB 218, EB 18/3 Chiron και EB 18/4 Veyron – δεν ήταν απλές σχεδιαστικές ασκήσεις αλλά κρίσιμα βήματα μηχανικής. Καθένα από αυτά εξερεύνησε διαφορετικά στυλ (grand tourer, πολυτελές σεντάν, σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα στο κέντρο) και δοκίμασε τα όρια του φιλόδοξου κινητήρα W18, πριν η τελική σύγκλιση του σχεδιασμού και η μηχανική στροφή προς τον κινητήρα W16 καθορίσουν τη Veyron. Έδειξαν τη φιλοδοξία, τις μηχανικές προκλήσεις και την εξελισσόμενη σχεδιαστική γλώσσα που κορυφώθηκε σε ένα όχημα που τιμούσε το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα σφυρηλατούσε ένα εντελώς νέο μέλλον για τον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Πηγή: Zougla.gr
