Η Mercedes ήταν η πρώτη αυτοκινητοβιομηχανία που προσέφερε αυτόματη οδήγηση επιπέδου 3, η οποία επιτρέπει στον οδηγό να μην ασχολείται ούτε με το τιμόνι, ούτε με τα πεντάλ, ούτε καν να έχει την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο.
Όμως η η χαμηλή μέγιστη ταχύτητα των 60χλμ./ώρα που προσέφερε μέχρι τώρα, σήμαινε ότι ήταν χρήσιμη μόνο καταστάσεις αυξημένης κίνησης. Αυτό αλλάζει στις αρχές του 2025, όταν η Mercedes ξεκλειδώνει νέα μέγιστη ταχύτητα 95χλμ./ώρα για τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν το αυτόνομο σύστημα Drive Pilot.
Η αναβάθμιση ισχύει μόνο για τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν τον εθνικό αυτοκινητόδρομο της Γερμανίας. Τα αυτοκίνητα με Drive Pilot σε άλλες αγορές, θα εξακολουθούν να περιορίζονται στην αρχική, χαμηλότερη ταχύτητα, αν και αυτό μπορεί να αλλάξει με τον καιρό.
Μόλις ολοκληρωθεί το νομικό κομμάτι, όλα τα νέα αυτοκίνητα που παραγγέλνονται με το Drive Pilot (προς το παρόν με επιπλέον κόστος στα 5.950 ευρώ στη Γερμανία) θα μπορούν να οδηγούνται μόνα τους στα 95χλμ./ώρα, ενώ όποιος έχει παλαιότερο αυτοκίνητο μπορεί να το αναβαθμίσει δωρεάν μέσω μίας ενημέρωσης over-air.
Το Drive Pilot σάς επιτρέπει να παρακολουθείτε ταινίες, να παίζετε παιχνίδια ή να συνεχίζετε τη δουλειά σας, ενώ αυτό αναλαμβάνει όλη την οδήγηση. Η Mercedes έχει επίσης αναπτύξει ειδικά τιρκουάζ φώτα σήμανσης που σηματοδοτούν στους άλλους οδηγούς ότι η Benz που βλέπουν οδηγείται αυτή τη στιγμή αυτόνομα.
Μάλιστα ήδη ακούγεται ότι οι μελλοντικές ενημερώσεις μπορεί να ξεκλειδώσουν ακόμα μεγαλύτερη τελική ταχύτητα. Η Mercedes λέει ότι το μέγιστο επιτρεπόμενο από το νόμο όριο για τα αυτόνομα οχήματα στη Γερμανία είναι τα 130χλμ/ώρα, μια ταχύτητα που ελπίζει να επιτευχθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Και μέχρι τότε η Mercedes μπορεί να πουλάει αυτόνομα συστήματα επιπέδου 4, δεδομένου ότι έχει ήδη αρχίσει να τα δοκιμάζει σε κινεζικούς δρόμους.

Από σήμερα οι οδηγοί αποκτούν δωρεάν πρόσβαση στα δεδομένα των αυτοκινήτων τους
Ο νέος κανονισμός της ΕΕ -που ισχύει από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025- αλλάζει ριζικά τον τρόπο που διαχειρίζονται οι κατασκευαστές τα δεδομένα, δίνοντας πλέον τον έλεγχο στους ίδιους τους κατόχους των οχημάτων.
Ουσιαστικά, ο κανονισμός Data Act τερματίζει την αποκλειστική διαχείριση δεδομένων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Πλέον, οι οδηγοί θα έχουν ελεύθερη και χωρίς χρέωση πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες του αυτοκινήτου τους, όπως στοιχεία διάγνωσης, ιστορικό χρήσης και δεδομένα συντήρησης.
Η ρύθμιση αυτή δίνει νέες δυνατότητες στους κατόχους. Θα μπορούν να μοιράζονται δεδομένα με ασφαλιστικές εταιρείες για χαμηλότερα ασφάλιστρα, να επιλέγουν ελεύθερα συνεργεία χωρίς να χάνεται η εγγύηση ή να χρησιμοποιούν εφαρμογές τρίτων που βασίζονται σε δεδομένα του οχήματος. Επιπλέον, σε περίπτωση βλάβης, η άμεση πρόσβαση στα στοιχεία θα διευκολύνει τη γρηγορότερη ανίχνευση προβλημάτων.
Οι κατασκευαστές υποχρεούνται να προσφέρουν ξεκάθαρο μηχανισμό πρόσβασης, είτε μέσω εφαρμογής που θα είναι εγκατεστημένη στο αυτοκίνητο είτε μέσω διαδικτυακής πύλης. Από τον Σεπτέμβριο του 2026, όλα τα νέα μοντέλα θα πρέπει να είναι τεχνικά σχεδιασμένα ώστε να παρέχουν αυτόματα αυτή τη δυνατότητα.
Ο κανονισμός εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ στα τέλη του 2023 και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη. Στη Γερμανία, το υπουργείο Ψηφιακών και Μεταφορών ετοιμάζει ειδική νομοθεσία για να καθορίσει τις αρμόδιες αρχές και το πλαίσιο κυρώσεων.
Παρά την ικανοποίηση των οργανώσεων καταναλωτών που βλέπουν περισσότερη διαφάνεια και ελευθερία επιλογής, οι βιομηχανικοί φορείς προειδοποιούν για ασαφή σημεία. Οι σύνδεσμοι Bitkom και BDI τονίζουν ότι χωρίς εθνικό πλαίσιο, δεν υπάρχουν σαφείς μηχανισμοί εφαρμογής.
Επιπλέον, ειδικοί σε θέματα προσωπικών δεδομένων ανησυχούν για πιθανές διαρροές ευαίσθητων πληροφοριών. Ο ADAC ζητά ειδικούς κανόνες για την αυτοκινητοβιομηχανία, ώστε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τη συλλογή και χρήση δεδομένων από τα οχήματα.
Ήδη αρκετές μάρκες, όπως Audi, Ford, Mercedes, Seat/Cupra και Volkswagen, έχουν ανοίξει ενημερωτικές ιστοσελίδες με οδηγίες πρόσβασης για τους πελάτες τους.
Συνολικά, ο Data Act σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο: οι οδηγοί αποκτούν για πρώτη φορά ουσιαστικό έλεγχο στα δεδομένα των αυτοκινήτων τους, ενώ οι κατασκευαστές καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διαφάνεια και την προστασία της ιδιωτικότητας.
