Η Seat είναι μια εταιρεία που τα τελευταία χρόνια κάνει συνεχόμενα αλλά σταθερά βήματα ανόδου. Σταθερή δέσμευσή της είναι ο εξηλεκτρισμός της γκάμας της, γι΄αυτό και δημιούργησε το Κέντρο Εκμάθησης Ηλεκτροκίνησης (eLC). Δηλαδή τη δική της εγκατάσταση κατάρτισης στην ηλεκτροκίνηση. Το νέο κτίριο 400 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκεται στην καρδιά του εργοστασίου Martorell, προσφέρει ένα πλήρες πρόγραμμα για τα ηλεκτρικά οχήματα, το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά από τη SEAT. Στόχος είναι η εκπαίδευση των εργαζομένων σε όλες τις πτυχές που σχετίζονται με τη νέα ηλεκτρική τεχνολογία, τη μηχανική και την ασφάλεια.

Το νέο κέντρο θα εκπαιδεύει όλους τους υπαλλήλους της SEAT, εστιάζοντας στη γενική γνώση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου. Παρέχεται επίσης πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση ως προς την κατασκευή ηλεκτρικών συστημάτων, καθώς και εκτελέσεις εργασιών με υψηλές ενεργείς τάσεις. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται επίσης και ένα μάθημα για την ευαισθητοποίηση ολόκληρου του εργατικού δυναμικού σχετικά με τη σημασία των διαδικασιών ασφάλειας στα ηλεκτρικά οχήματα.
Πρόσφατα, η εταιρεία προσέφερε σε όλους τους υπαλλήλους της τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν ένα διαδικτυακό μάθημα για την ευαισθητοποίηση για τα ηλεκτρικά οχήματα. Στόχος της η ενίσχυση της επαγγελματικής ανάπτυξης περισσότερων από 15.000 υπαλλήλων της και η προετοιμασία τους για τις μελλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αυτοκινητοβιομηχανία. Το 2019, η SEAT διέθεσε 23 εκατομμύρια ευρώ για την προώθηση των υπαλλήλων της σε διάφορα έργα και τομείς, ποσό που ανέρχεται σε 1.500 ευρώ ανά άτομο.

Το νέο Κέντρο Εκπαίδευσης Ηλεκτροκίνησης, του οποίου η κατασκευή περιλαμβάνεται στο επενδυτικό σχέδιο των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοίνωσε η εταιρεία, υπογραμμίζει τη δέσμευση της SEAT για εκπαίδευση ως τον ακρογωνιαίο λίθο της μετατροπής της προς τα ηλεκτρικά οχήματα. Με ένα ευρύ φάσμα εκπαιδευτικών μαθημάτων, οι υπάλληλοι της εταιρείας θα είναι έτοιμοι να κατασκευάσουν υβριδικά ηλεκτρικά και αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η SEAT και η CUPRA πρόκειται να κυκλοφορήσουν πέντε νέα ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά μοντέλα το 2020 και το 2021, τα οποία θα προστεθούν δίπλα στο ηλεκτρικό SEAT Mii.

Τα EV της VW πρόκειται να γίνουν σημαντικά φθηνότερα, χάρη στις νέες μπαταρίες
Η VW συνεχίζει να κυριαρχεί στον κόσμο των ηλεκτρικών οχημάτων σημειώνοντας 59% άνοδο στις παγκόσμιες πωλήσεις EV το πρώτο τρίμηνο του 2025. Παρόλα αυτά όμως για να παραμείνει πρωταγωνίστρια, ξέρει πως πρέπει να είναι μπροστά από τις εξελίξεις και όλα δείχνουν πως έχει βρει τον τρόπο.
Σύμφωνα με την τελευταία συνέντευξη στελέχους της VW, το ID.2 θα σηματοδοτήσει την έναρξη της μεταφοράς ολόκληρης της γκάμας των μοντέλων της μάρκας σε νέα πλατφόρμα που είναι φθηνότερη στην κατασκευή. Η πλατφόρμα θα ονομάζεται MEB Plus, μια εξελικτική ονομασία που ωθεί την τυπική πλατφόρμα MEB ένα βήμα παραπέρα.

Η μεγαλύτερη αλλαγή στην MEB Plus σε σχέση με την MEB είναι η χρήση κυψελών μπαταρίας λιθίου-σιδήρου-φωσφορικού άλατος (LFP). Η τεχνολογία μπορεί να είναι ελαφρώς κατώτερη σε ενεργειακή πυκνότητα σε σύγκριση με τις κυψέλες νικελίου-μαγγανίου-κοβαλτίου (NMC) που χρησιμοποιούνται ευρέως από τις δυτικές αυτοκινητοβιομηχανίες σήμερα, αλλά οι μπαταρίες LFP είναι φθηνότερες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ πιο δημοφιλείς στην Κίνα. Το ID.2 θα έχει κυψέλες LFP, αλλά η VW λέει ότι η τεχνολογία θα έρθει και στα υπόλοιπα μοντέλα της VW λίγο καιρό μετά την παρουσίαση του ID.2. Αυτό σημαίνει ότι το ID.3, το ID.7 και το ID.4 θα μπορούσαν να γίνουν πολύ φθηνότερα ενώ παράλληλα η μετάβαση στις LFP μπαταρίες θα συνοδεύεται επίσης από πλήρη σχεδιαστική ανανέωση των EV της.
Τα ξένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το νέο εργοστάσιο της VW στο Salzgitter της Γερμανίας θα παρέχει πακέτα μπαταριών LFP για τα ανανεωμένα μοντέλα και μερικά πακέτα μπαταριών NMC για τα απερχόμενα μοντέλα που θα τα χρειαστούν.
Πάντως το Volkswagen ID.2 και η πλήρης ανανέωση της EV γκάμας της μάρκας, αναμένεται να ξεκινήσει το 2026. Κάτι που σημαίνει πως σύντομα τα μοντέλα της εταιρίας θα κοστίζουν λιγότερο με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μείωση κόστους έως και 50% σε μόλις τρία χρόνια.
