Η Toyota, μέσω του αγωνιστικού της τμήματος Gazoo Racing, αποφάσισε να βγάλει ξανά στην παραγωγή γνήσια ανταλλακτικά για το θρυλικό της μοντέλο Supra. Πρόκειται για τα μοντέλα A70 και A80 τα οποία πλέον οι ιδιοκτήτες τους θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν διατηρώντας παράλληλα και έναν θρύλο ζωντανό.
Από τη 1η Ιουλίου έχει ξεκινήσει η παραγωγή των ανταλλακτικών και σύντομα θα είναι διαθέσιμα στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Σημαντική πληροφορία είναι ότι θα υπάρξει συγκεκριμένος αριθμός εξαρτημάτων που θα παραχθούν και τα αποθέματα όταν εξαντληθούν δε θα υπάρξει νέα παραγωγή, εκτός και αν η Toyota δεχτεί πάλι πολλά αιτήματα για ακόμα περισσότερα ανταλλακτικά.

Δύο απίθανα μοντέλα που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους
Η Supra A70 βγήκε στην παραγωγή πρώτη φορά το 1986 όταν η Toyota αποφάσισε να την αποκόψει από τον δεσμό της με τη Celica. Η Supra παρέμεινε πισωκίνητη με τον εξακύλινδρο κινητήρα να ανεβαίνει στα 2.954 κ.εκ. Η ισχύς ήταν στους 200 ίππους, ενώ το μεγάλο του όπλο ήταν οι ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αναρτήσεις. Έναν χρόνο αργότερα η Toyota έβγαλε και έκδοση με τούρμπο στο A70 ανεβάζοντας την ισχύ στους 234 ίππους, ενώ τοποθέτησε και σύστημα ABS τετρακάναλο.

Στην περίπτωση του A80, το ανανεωμένο μοντέλο στη 4η γενιά του, βγήκε στην παραγωγή με αρκετές αναβαθμίσεις. Ο κινητήρας ήταν ατμοσφαιρικός εξακύλινδρος σε σειρά 3.0 λίτρων με απόδοση που έφτανε τους 223 ίππους. Φυσικά, η Toyota έβγαλε και έκδοση με τούρμπο ανεβάζοντας την απόδοση στους 325 ίππους. Οι επιδόσεις ήταν εκπληκτικές με τα 0-100Km/h να έρχονται σε 4,6 δευτερόλεπτα και την τελική ταχύτητα να ξεπερνάει τα 250Km/h.

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
