Η Toyota διαθέτει επί του παρόντος την Supra με τετρακύλινδρους και εξακύλινδρους κινητήρες που προμηθεύει η BMW. Η παραλλαγή GT4 μόνο για πίστα χρησιμοποιεί επίσης έναν εν σειρά εξακύλινδρο κινητήρα βαυαρικής προέλευσης. Το 2026, το αυστραλιανό τμήμα της εταιρείας θα ενσωματώσει έναν μεγάλο V8 που θα έχει αναπτυχθεί από την ίδια την Toyota. Πρόκειται για έναν V8 5λτ. που θα τροφοδοτεί το αγωνιστικό αυτοκίνητο για το πρωτάθλημα Repco Supercars.

Αν γνωρίζετε τους κινητήρες της Toyota από τις εσωτερικές τους κωδικές ονομασίες, η Supra V8 παίρνει τον 2UR-GSE, ένα αλουμινένιο μοτέρ που συναντάται σε πλήθος προϊόντων και κυρίως στη Lexus.
Η Toyota στοχεύει να αγωνιστεί στο Πρωτάθλημα Supercars για τουλάχιστον πέντε χρόνια, σύμφωνα με το σύστημα κανόνων Gen3 που εισήχθη το 2023. Η σκληροπυρηνική Supra θα αναμετρηθεί με τη Ford Mustang και τον κινητήρα Coyote 5,4 λίτρων. Επί του παρόντος, οι ομάδες της Chevrolet χρησιμοποιούν μια Camaro εξοπλισμένη με έναν V8 5,7 λίτρων, αλλά ένας μυστηριώδης αντικαταστάτης βρίσκεται καθ’ οδόν, καθώς το muscle car αποσύρθηκε στα τέλη του 2023.

Η Toyota θα συμμετάσχει με τουλάχιστον τέσσερα αγωνιστικά αυτοκίνητα GR Supra, και δύο από αυτά θα οδηγούνται από τους Chaz Mostert και Ryan Wood για την ομάδα Walkinshaw Andretti United. Η άλλη ομάδα δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη.

Με την ένταξη της Toyota το 2026, θα είναι η πρώτη σεζόν μετά το 2019 που το πρωτάθλημα Repco Supercars θα έχει τρεις κατασκευαστές. Την προηγούμενη δεκαετία, συμμετείχαν επίσης η Volvo, η Nissan και η Mercedes πριν εγκαταλείψουν το πρωτάθλημα.

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
