Η Volvo στοχεύει ξεκάθαρα προς την ηλεκτροκίνηση και η γκάμα της συνεχώς μεγαλώνει. Με επιλογές βενζινοκίνητες, υβριδικές, Plug-in και αμιγώς ηλεκτρικές, η εταιρεία προχωρά στην εκ νέου «βάφτιση» μερικών μοντέλων με σκοπό να γίνει η γκάμα της ακόμα πιο κατανοητή. Μία ακόμα αλλαγή που φέρνει η ηλεκτροκίνηση.
Στο μέλλον, τα πλήρως ηλεκτρικά μοντέλα της δεν θα ονομάζονται πλέον “Recharge”. Ως αποτέλεσμα, τα ήδη υπάρχοντα ηλεκτρικά XC40 Recharge και C40 Recharge μετονομάζονται πλέον σε EX40 και EC40, αντίστοιχα. Αυτά έρχονται να προστεθούν στα άλλα EV της Volvo, όπως το μικρότερο crossover EX30 και το μεγάλου μεγέθους SUV EX90.
Ταυτόχρονα, τα plug-in υβριδικά όπως το XC60 Recharge, το S60 Recharge και άλλα υιοθετούν την κατάληξη “T6” ή “T8”, ανάλογα με τη συνδυασμένη ισχύ. Αυτή η ονομασία χρησιμοποιούνταν προηγουμένως για τα βενζινοκίνητα μοντέλα, αλλά επαναπροσδιορίζεται καθώς η Volvo μεταβαίνει σε μια πλήρως ηλεκτρική γκάμα έως το 2030.
Εκτός από τα ονόματα, υπάρχουν και αναβαθμίσεις στα EX40 και EC40
Η Volvo δίνει στα πρόσφατα μετονομασμένα EX40 και EC40 περισσότερη δύναμη καθώς στις εκδόσεις με τους δύο κινητήρες υπάρχει πλέον ένα προαιρετικό πακέτο λογισμικού επιδόσεων το οποίο ξεκλειδώνει 34 ίππους, εκτινάσσοντας τη συνολική απόδοση στους 441 ίππους. Αυτή η πρόσθετη ισχύς επιτρέπει “ταχύτερη επιτάχυνση”, αν και δεν έχει δοθεί ακόμη ακριβής αριθμός. Οι κανονικές εκδόσεις με διπλό κινητήρα χρειάζονται 4,7 δευτερόλεπτα για το 0-100χλμ./ώρα.
Και οι βενζινοκίνητες επιλογές βελτιώθηκαν
Η Volvo δεν παραμελεί τα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης. Τα XC60 και XC90 αποκτούν έναν καλύτερο ήπιο υβριδικό κινητήρα B5 που λειτουργεί καθαρότερα. Το μικρότερο από τα δύο SUV καταναλώνει πλέον περίπου τέσσερα τοις εκατό λιγότερα καύσιμα, ενώ οι εκπομπές CO2 έχουν μειωθεί κατά το ίδιο ποσοστό. Το μεγαλύτερο μοντέλο εξοικονομεί περίπου δύο τοις εκατό χάρη σε έναν πιο αποδοτικό κύκλο καύσης του κινητήρα.
Υψηλότερο πρόστιμο για τις αυτοκινητοβιομηχανίες στην Ε.Ε.
Η επόμενη χρονιά θα βρει τις αυτοκινητοβιομηχανίες αντιμέτωπες με υψηλότερο πρόστιμο που έχει επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση που ξεπερνούν τον μέσο όρο εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Βάσει όσων έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από το 2025, ο μέσος όρος εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από τους θερμικούς κινητήρες των καινούργιων αυτοκινήτων θα μειωθεί στο 93,6 γραμ./χλμ., έναντι των 115,1 γραμ./χλμ. που είναι τώρα (κατά το πρότυπο WLPT).
Αυτό σημαίνει ότι από τον επόμενο χρόνο ο στόλος των αυτοκινήτων που θα κατασκευάζει η κάθε αυτοκινητοβιομηχανία θα πρέπει να πληροί αυτό το όριο. Διαφορετικά θα πρέπει να πληρώνει πρόστιμο 95 ευρώ ανά γραμμάριο διοξειδίου του άνθρακα που το ξεπερνά.
Προς το παρόν, μόνο η Tesla και η Geely Automotive ικανοποιούν το νέο χαμηλότερο όριο, κάτι αναμενόμενο καθώς διαθέτουν μόνο ή κυρίως αμιγώς ηλεκτρικά μοντέλα στην ευρωπαϊκή αγορά.
Για τις υπόλοιπες αυτοκινητοβιομηχανίες τα δεδομένα θα είναι πιο αυστηρά και θα πρέπει να βρουν τρόπο να το πλησιάσουν για να αποφύγουν να καταβάλλουν πολλά χρήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πρόστιμο. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA) αυτά θα είναι περισσότερα απ’ ό,τι σε προηγούμενες χρονιές, συγκριτικά.
Μια λύση για τις εταιρείες θα είναι η αύξηση των πωλήσεων των αμιγώς ηλεκτροκίνητων μοντέλων τους, όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Όπως ανακοίνωσε ο ACEA, το πρώτο εξάμηνο του 2024 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ταξινομήσεις αυτών έφτασαν το 12,5% επί των συνολικών, όταν το ίδιο περυσινό χρονικό διάστημα ήταν στο 12,9%.
Μείωση παρατηρήθηκε και στις πωλήσεις των Plug-in Hybrid μοντέλων οι οποίες ήταν στο 6,9% έναντι του 7,4% επί των συνολικών, πάντα για το πρώτο εξάμηνο του έτους. Και στις δύο περιπτώσεις, κύρια αιτία είναι η διακοπή ή ο περιορισμός του ποσού κρατικής επιδότησης για την αγορά τους.
Αντιθέτως, σύμφωνα με τον ACEA, οι ταξινομήσεις των νέων αυτοκινήτων με υβριδικής διάταξης κινητήρα αυξήθηκαν στο 29,2% επί των συνολικών, έναντι του 25% που ήταν στο πρώτο εξάμηνο πέρυσι.
Τέλος, οι πωλήσεις των πετρελαιοκίνητων καινούργιων αυτοκινήτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφτασαν το 12,9% επί των συνολικών, ποσοστό που είναι οριακά μεγαλύτερο από αυτό των αμιγώς ηλεκτροκίνητων.