Το 1991 η Mazda ίδρυσε την M2 Incorporated, μια εταιρία που έγινε γνωστή και ως Mazda Two και ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη και την παραγωγή ανταλλακτικών και bodykit, ενώ παράλληλα κατασκεύαζε και ειδικές εκδόσεις των μοντέλων της Mazda.
Το πρώτο της αυτοκίνητο ήταν το M2 1001, γνωστό και ως Cafe Racer/Clubman. Βασίζονταν στο ΜΧ-5 και μόλις 300 τέτοια κατασκευάστηκαν.

Η εμφάνισή του αντλεί έμπνευση από τα κλασσικά αγωνιστικά roadster μοντέλα της δεκαετίας του ’60 και έχει χαμηλότερη και σκληρότερη ανάρτηση, εξάτμιση της HKS, μπλοκέ διαφορικό, με τον κινητήρα να δυναμώνει και να αποδίδει περισσότερα άλογα.
Ακολούθησε το M2 1002 το 1992, γνωστό ως Vintage που και αυτό βασίστηκε στο MX-5 αλλά δεν έχει τόσο επιθετική εμφάνιση όσο το Cafe Racer, αφού στόχευε περισσότερο στη πολυτέλεια, έχοντας δερμάτινες και ξύλινες επενδύεις στο εσωτερικό.

Η εταιρία στη συνέχεια παρουσίασε διάφορα πρωτότυπα που κανένα δεν πέρασε στη παραγωγή, προτού κατασκευάσει 50 μονάδες του M2 1015 που βασίζονταν στο Autozam AZ-1 έχοντας νέο bodykit.


Ένα από τα πιο ακραία πρωτότυπα που παρουσίασε ήταν το M2 1006 “CobraSter” που βασιζόταν στο MX-5 και φορούσε έναν V6 2,5-λίτρων κινητήρα. Η εταιρία κατασκεύασε 2 πρωτότυπα αλλά δεν το πέρασε ποτέ στη παραγωγή εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των εκτεταμένων τροποποιήσεων που χρειαζόταν.

Το 1995 και μόλις 4 χρόνια μετά την ίδρυσή της, η M2 Incorporated έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης, με την Mazda να την κλείνει για να μειώσει τις ζημιές.
Πηγή: Autoblog.gr

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
