Η νέα Mercedes-AMG SL επιστρέφει στις ρίζες της με κλασσική soft top οροφή και σπορ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, το πολυτελές roadster των 2+2 θέσεων είναι κατάλληλο για καθημερινή χρήση, συνδυάζοντας με τον καλύτερο τρόπο τις δυναμικές του επιδόσεις με την πολυτέλεια. Εκ πρώτης όψεως, τα σημαντικότερα στοιχεία του σχεδιασμού του αμαξώματος είναι το μακρύ μεταξόνιο, οι στενοί θόλοι των τροχών, το μακρύ κάλυμμα του κινητήρα, η θέση των επιβατών πίσω αλλά και η επιθετική γωνία του ανεμοθώρακα. Όλα μαζί καθιστούν την νέα SL σαν ένα γνήσιο roadster της Mercedes-AMG. Με την οροφή κλειστή, το άψογα ενσωματωμένο soft top υπογραμμίζει την καθαρή, σπορ αίσθηση της νέας έκδοσης. Η μάσκα του μοντέλου μπροστά, αποκλειστικά σχεδιασμένη από το τμήμα AMG, αποτελεί φόρο τιμής στην θρυλική 300 SL του 1952.
Το εσωτερικό της νέας Mercedes-AMG SL εξελίσσει τον παραδοσιακό σχεδιασμό της πρώτης 300 SL Roadster, φέρνοντας την έτσι στη σύγχρονη εποχή. Η νέα έκδοση συνδυάζει τις αθλητικές αρετές και την πολυτέλεια ενώ τα εκλεκτά υλικά και η σχολαστική κατασκευή υπογραμμίζουν τα υψηλότερα επίπεδα άνεσης. Ο σχεδιασμός της θέσης του οδηγού, μέχρι την ρυθμιζόμενη οθόνη στην κεντρική κονσόλα, εστιάζεται στον οδηγό. Ταυτόχρονα, η εντελώς νέα φιλοσοφία εσωτερικού χώρου με 2+2 θέσεις προσφέρει περισσότερο χώρο και λειτουργικότητα από ποτέ. Η τελευταία γενιά MBUX (Mercedes-Benz User Experience) είναι έξυπνη και εύκολη στη λειτουργία αλλά και ικανή να προσφέρει πολλά λειτουργικά στοιχεία μέσω του συστήματος MBUX δεύτερης γενιάς, το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στη νέα Mercedes-Benz S-Class. Στην SL, το περιεχόμενο ειδικά για την AMG, προστίθεται εκτενώς σε πέντε εμφανισιακά πακέτα, ενώ φέρει και πολλά αποκλειστικά μενού όπως «AMG Performance» ή «AMG TRACK PACE» που τονίζουν ακόμη περισσότερο τον σπορ χαρακτήρα του μοντέλου.
Βασική εστίαση στην ανάπτυξη της νέας SL ήταν η υψηλή αεροδυναμική απόδοση, και συγκεκριμένα η τέλεια ισορροπία μεταξύ χαμηλής αντίστασης και μειωμένης ανύψωσης. Εδώ, το πολυτελές roadster επωφελείται από την ευρεία τεχνογνωσία της Mercedes-AMG στον μηχανοκίνητο αθλητισμό και από εκτεταμένα ενεργά αεροδυναμικά στοιχεία εμπρός και πίσω μειώνουν τον συντελεστή οπισθέλκουσας σε 0,31 – εξαιρετικός αριθμός για σπορ καμπριολέ αυτοκίνητα.
Η νέα SL θα περάσει στην αγορά με δύο επίπεδα απόδοσης του χειροποίητου κινητήρα AMG 4,0 λίτρων V8 biturbo, που συναρμολογείται στο Affalterbach. Στο κορυφαίο μοντέλο SL 63 4MATIC+ ο κινητήρας αποδίδει 585 ίππους και παρέχει μέγιστη ροπή 800 Nm πάνω από ευρύ φάσμα στροφών από 2500 έως 4500 σ.α.λ. Η επιτάχυνση στα 100 km/h από στάση διαρκεί μόνο 3,6 δευτερόλεπτα ενώ η τελική ταχύτητα βρίσκεται στα 315 km/h. Στην SL 55 4MATIC+ η απόδοση του V8 κινητήρα φτάνει τους 476 ίππους και μέγιστη ροπή 700 Nm. Τα εκατό χλμ από στάση φθάνουν σε μόλις 3,9 δευτερόλεπτα, με την τελική ταχύτητα στα 295 km/h. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η νέα SL θα κυκλοφορήσει και σε έκδοση AMG E PERFORMANCE, ενώ όλοι οι κινητήρες μεταδίδουν δύναμη μέσω του γνωστού κιβωτίου ταχυτήτων της εταιρείας AMG SPEEDSHIFT MCT 9G και στους τέσσερεις τροχούς για πρώτη φορά στην ιστορία του μοντέλου μέσο του συστήματος 4MATIC+.

Bugatti: Πως το τολμηρό όραμα Ferdinand Piëch έφερε την επανάσταση στα super car με τον W16 κινητήρα στη Veyron
Στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, λίγα ονόματα προκαλούν τον ίδιο σεβασμό για τις επιδόσεις, την πολυτέλεια και την πρωτοποριακή μηχανική όπως η Bugatti. Το Veyron 16.4, του 2005, ήταν ένα υπερ-σπορ αυτοκίνητο που γεννήθηκε από ένα τολμηρό όραμα και επαναπροσδιόρισε τα όρια των δυνατοτήτων.
Ωστόσο, η άφιξη της Veyron δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά το αποκορύφωμα μιας επίπονης έρευνας. Μεταξύ του 1998 και του 1999, μια σειρά ξεχωριστών μελετών σχεδιασμού διερεύνησε διαφορετικές πτυχές της φιλοδοξίας του Ferdinand Piëch, καθεμία ανοίγοντας το δρόμο για το τελικό σχέδιο.
Η γένεση της σύγχρονης Bugatti βασίζεται στη φιλοδοξία του Ferdinand Karl Piëch, τότε Προέδρου του Ομίλου Volkswagen. Το 1997, εμπνευσμένος από την επιθυμία να δημιουργήσει ένα υπερ αυτοκίνητο με ξεχωριστή φινέτσα και με δύναμη στον κινητήρα που να ξεπερνάει κάθε όριο, ο Piëch έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Να υλοποιήσει αυτό που οραματίσθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο Shinkansen στην Ιαπωνία. Και η αρχή έγινε με τον επαναστατικό κινητήρα 18 κυλίνδρων.
Σχεδιασμένη σε ένα φάκελο, η κατασκευή W18 έγινε η βασική σύλληψη της ανακατασκευής της Bugatti, αφού η Volkswagen AG απέκτησε τα δικαιώματα της μάρκας τον Μάϊο του 1998. Ο Piëch δεν αναζήτησε μόνο ταχύτητα, αλλά ένα αυτοκίνητο ικανό να ξεπεράσει τα 400 km/h, προσφέροντας την άνεση, την κομψότητα και τη χρηστικότητα, μια εντελώς νέας πρόκλησης που απαιτούσε εντελώς νέες μηχανικές λύσεις.
Για να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο Ferdinand Piëch ανέθεσε στον Giorgetto Giugiaro της Italdesign να προσφέρει μια νέα φιλοσοφία οχήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το EB 118, έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1998. Έκανε την εμφάνισή του ως ένα κομψό, επιβλητικό δίθυρο κουπέ αιχμαλωτίζοντας την πεμπτουσία ενός grand tourer. Ο σχεδιασμός του χαρακτηριζόταν από ένα μακρύ, φαρδύ καπό – που ήταν απαραίτητο εξαιτίας του μεγέθους του ατμοσφαιρικού κινητήρα W18 6,3 λίτρων που ήταν τοποθετημένος μπροστά και απέδιδε 555 ίππους.
Στο εσωτερικό, η καμπίνα αγκάλιασε επιρροές της Art Deco, δίνοντας έμφαση στην πολυτέλεια, την άνεση και τη χειροποίητη κατασκευή. Σε συνδυασμό με την προηγμένη μηχανική του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού συστήματος μετάδοσης κίνησης W18 και της μόνιμης τετρακίνησης, το EB 118 ήταν μια τολμηρή δήλωση προθέσεων: ένας απρόσκοπτος συνδυασμός της κληρονομιάς της Bugatti και της πρωτοποριακής καινοτομίας.
Αμέσως μετά, το πολυτελές σαλόνι EB 218 έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1999. Επίσης σχεδιασμένο από τον Giugiaro, το EB 218 παρουσιάστηκε ως εξέλιξη του προηγούμενου πρωτότυπου Bugatti EB 112 (από την εποχή Artioli) αλλά τώρα τροφοδοτούμενο από τον ίδιο τρομερό κινητήρα με τον EB 118.
Αυτό το τετράθυρο σεντάν αποτελούσε μια διαφορετική διάσταση της ταυτότητας της Bugatti, εστιάζοντας στην απόλυτη πολυτέλεια.
Με μήκος μεγαλύτερο από το EB 118, στα 5,3 μέτρα διέθετε διακριτικά αναθεωρημένες καμπυλότητες για τους προφυλακτήρες, τα φώτα και το καπό, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις χωροταξίας του W18 σε ένα σεντάν διατηρώντας παράλληλα τη μόνιμη τετρακίνηση.
Το EB 218 απέδειξε την ευελιξία του κινητήρα W18 και την ικανότητα της μάρκας να παράγει όχι μόνο κουπέ αλλά και μεγάλα, υπερπολυτελή οχήματα, που θυμίζουν μοντέλα όπως το Type 41 Royale.
Μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε αργότερα εκείνο το έτος. Στο IAA στη Φρανκφούρτη τον Σεπτέμβριο του 1999, η Bugatti παρουσίασε το EB 18/3 Chiron. Σχεδιασμένο από τον Fabrizio Giugiaro υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, αυτό το concept απομακρύνθηκε από τη διάταξη του μπροστινού κινητήρα των προκατόχων του.
Το EB 18/3 Chiron ήταν μια καθαρή, διθέσια μελέτη σούπερ σπορ αυτοκινήτου με το W18 σε διάταξη κινητήρα τοποθετημένο στη μέση. Έτσι έγινε μια εντυπωσιακή αλλαγή στις αναλογίες του αυτοκινήτου με μια πιο επιθετική σχεδιαστικά προς τα εμπρός καμπίνα, χαρακτηριστική των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων. Ενώ εξακολουθούσε να διαθέτει τον 555 PS W18 και τετρακίνηση, το στυλ επικεντρώθηκε περισσότερο στην αεροδυναμική απόδοση και τη δυναμική ικανότητα.
Αυτή η πρωτότυπη έκδοση, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό οδηγό αγώνων Bugatti, Louis Chiron, σηματοδότησε τη νέα τάση των υπερ-σπορ αυτοκινήτων που θα κατακτούσε τελικά η Veyron με τον εκπληκτικό W18 κινητήρα.
Ένα μήνα αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, έγινε το τελευταίο εξελικτικό βήμα για τη Bugatti EB 18/4 Veyron, πριν κάνει το ντεμπούτο της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τόκιο.
Κατασκευασμένο εσωτερικά από τον Όμιλο Volkswagen υπό τις οδηγίες του Hartmut Warkuß, με το εξωτερικό να σχεδιάζεται από το νεαρό Jozef Kabaň, το EB 18/4 παρουσίαζε μια πολύ πιο συμπαγή και εστιασμένη σιλουέτα σπορ αυτοκινήτου με κινητήρα στο κέντρο. Το στυλ του προμήνυε έντονα το εμβληματικό σχήμα, τις αναλογίες και τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία του αυτοκινήτου παραγωγής.
Αν και αρχικά εμφανίστηκε με τον κινητήρα W18, η τεράστια πρόκληση της αξιόπιστης εξαγωγής άνω των 1.000 PS και η διαχείριση της θερμότητας και της πολυπλοκότητας του ατμοσφαιρικού W18 οδήγησε σε μια καθοριστική μηχανική αλλαγή. Μέχρι το 2000, πάρθηκε η απόφαση για την ανάπτυξη ενός νέου κινητήρα: του 8,0 λίτρων, τετραπλού υπερσυμπιεστή W16. Αυτός ο κινητήρας θα μπορούσε να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τους στόχους ακραίων επιδόσεων της Piëch των 1.001 PS και τελικής ταχύτητας άνω των 400 km/h, αν και απαιτούσε ένα πρωτοφανώς εξελιγμένο σύστημα ψύξης.
Η επιλογή του ονόματος «Veyron» για το τελικό πρωτότυπο και το αυτοκίνητο παραγωγής που ακολούθησε ήταν μία επιλεκτική αναφορά από την πλούσια κληρονομιά της Bugatti. Ο Pierre Veyron (1903-1970) ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ένας οδηγός αγώνων. Ήταν μηχανικός ανάπτυξης και επίσημος οδηγός δοκιμών για τη μάρκα κατά τη δεκαετία του 1930. Το κορυφαίο του επίτευγμα ήρθε το 1939 όταν, μαζί με τον Jean-Pierre Wimille, εξασφάλισε μια νίκη για την Bugatti στο διάσημο 24 Hours of Le Mans, πιλοτάροντας ένα Tank Type 57C.
Το ταξίδι από το αρχικό σκίτσο W18 του Ferdinand Piëch μέχρι το κορυφαίο παγκοσμίως Veyron 16.4 ήταν απόδειξη αδιάκοπης καινοτομίας, επαναληπτικής σχεδίασης και βαθύ σεβασμού για την κληρονομιά της Bugatti. Τα πρωτότυπα αυτοκίνητα – EB 118, EB 218, EB 18/3 Chiron και EB 18/4 Veyron – δεν ήταν απλές σχεδιαστικές ασκήσεις αλλά κρίσιμα βήματα μηχανικής. Καθένα από αυτά εξερεύνησε διαφορετικά στυλ (grand tourer, πολυτελές σεντάν, σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα στο κέντρο) και δοκίμασε τα όρια του φιλόδοξου κινητήρα W18, πριν η τελική σύγκλιση του σχεδιασμού και η μηχανική στροφή προς τον κινητήρα W16 καθορίσουν τη Veyron. Έδειξαν τη φιλοδοξία, τις μηχανικές προκλήσεις και την εξελισσόμενη σχεδιαστική γλώσσα που κορυφώθηκε σε ένα όχημα που τιμούσε το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα σφυρηλατούσε ένα εντελώς νέο μέλλον για τον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Πηγή: Zougla.gr
