Πριν από 20 χρόνια, το MINI παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στα πλαίσια του Σαλονιού Αυτοκινήτου του Παρισιού. Ένα μοναδικό success story στο χώρο του αυτοκινήτου ξεκίνησε με το επαναλανσάρισμα της παραδοσιακής Βρετανικής μάρκας υπό την ομπρέλα του Ομίλου της BMW και την παρουσίαση των μοντέλων MINI One και MINI Cooper. Ως διάδοχος του κλασικού Mini, η παραγωγή του οποίου σταμάτησε τις αμέσως επόμενες ημέρες, μετά από 41 χρόνια, η δεύτερη γενιά είχε όλα τα φόντα για μία ακόμα επανάσταση στη μικρή κατηγορία. Το MINI ήταν το πρώτο πολυτελές αυτοκίνητο στην κατηγορία του. Η μοντέρνα φιλοσοφία του έχει υποστηρίξει τη συνεχή εξέλιξη του μοντέλου μέχρι σήμερα, με κύρια συστατικά τη διασκεδαστική οδήγηση, την απόδοση, την άνεση, την ασφάλεια, τη συνδεσιμότητα και βεβαίως την πολυσυλλεκτικότητα.

Ο πρεσβευτής από την πρώτη φάση του Βρετανικού ‘original’ μοντέλου για τον 21ο αιώνα βγήκε από τη γραμμή συναρμολόγησης τον Οκτώβριο του 2001, έξι μήνες αφότου ξεκίνησε η παραγωγή στο εργοστάσιο της ΜΙΝΙ στην Οξφόρδη.
Το σήμα εκκίνησης για τη δημιουργία της δεύτερης γενιάς MINI δόθηκε τον Ιούλιο του 1994. Παράλληλα με τις κομψές λεπτομέρειες, όπως οι κοντοί πρόβολοι, οι στρογγυλοί προβολείς και η εξαγωνική μάσκα, κορυφαία προτεραιότητα για τους σχεδιαστές ήταν να μετασχηματίσουν και να ερμηνεύσουν τη βασική ιδέα των πρώτων χρόνων του κλασικού MINI στη σύγχρονη εποχή του αυτοκινήτου. Το σύγχρονο MINI έπρεπε επίσης να είναι μοναδικό, να προσφέρει χώρο για τέσσερα άτομα και τις αποσκευές τους, να είναι οικονομικό σε κατανάλωση και να ξυπνά τον ενθουσιασμό με τα μοναδικά οδηγικά χαρακτηριστικά του. Για μία φορά ακόμα, γεννήθηκε ένα επαναστατικό, νέο μικρό αυτοκίνητο – προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της εποχής του από κάθε άποψη.

Το MINI της δεύτερης γενιάς γοήτευσε τους οδηγούς σε όλο τον κόσμο με την απαράμιλλη ευελιξία του. Μέχρι σήμερα, δεν αφήνει καμία απολύτως αμφιβολία ότι το MINI σχεδιάστηκε για σπορ οδήγηση και ασυναγώνιστη συμπεριφορά στις στροφές. Ο κινητήρας 115 ίππων του MINI Cooper προσφέρει επίσης εντυπωσιακή επιτάχυνση. Πριν από 20 χρόνια, αυτό ήταν το στοιχείο που εντυπωσίασε και τον John Cooper – το δαιμόνιο σχεδιαστή σπορ αυτοκινήτων ο οποίος είχε προηγουμένως προετοιμάσει το δρόμο για την επιτυχημένη πορεία του κλασικού Mini στις αγωνιστικές πίστες. Οι στοιχειώδεις σχεδιαστικές αρχές της πρώτης γενιάς είχαν μεταφερθεί στη νέα έκδοση με εμπρός κίνηση και τον εγκάρσια, μπροστά τοποθετημένο τετρακύλινδρο κινητήρα.
Ήδη από το 2003, ένας κινητήρας diesel τοποθετήθηκε στη δεύτερη γενιά του MINI, και ακολούθησε το MINI Cabrio την επόμενη χρονιά. Η γκάμα του μοντέλου διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο με την τρίτη γενιά που λανσαρίστηκε το 2006. Τα MINI Clubman, MINI Coupé και MINI Roadster πλαισίωσαν τη γκάμα. Πολύ σύντομα, η μάρκα πήρε το εισιτήριο για την πολυτελή compact κατηγορία όπου σήμερα, το MINI Countryman και το νέο MINI Clubman φέρουν τη γνώριμη go-kart αίσθηση σε μία νέα διάσταση.
Μέσα σε μία εικοσαετία, το MINI έχει γίνει αισθητά πιο ώριμο αλλά ο χαρακτήρας του παραμένει αμίμητος.

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
