Ένα πανέμορφο ζευγαράκι σε δημοπρασία ανακάλυψε το αγαπημένο μας Drive.gr. Μπορεί να έχει περάσει περίπου μια εικοσαετία από την παρουσίασή τους, όμως και τα δύο συνεχίζουν να μαγεύουν τους λάτρεις του μηχανοκίνητου αθλητισμού και της γνήσιας οδηγικής ευχαρίστησης. Ο λόγος για ένα Mitsubishi Lancer Evo VI Tommi Makkinen Edition (2000) και ένα Subaru Impreza P1 (2001) τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους σε δημοπρασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ξυπνώντας μέσα μας μνήμες από τις επικές μάχες του '90. Και τα δύο με αμάξωμα τριών όγκων, φουσκωμένους προφυλακτήρες, εισαγωγές αέρα στο καπό και την απαραίτητη φτερούγα στο πίσω μέρος που έγινε το σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης γενιάς.

Το Mitsubishi το οποίο προέρχεται από την αγορά της Ιαπωνίας (εξού και τα λευκά φλας), είναι βαμμένο στην παραδοσιακή απόχρωση Passion Red σε συνδυασμό με λευκές πολυάκτινες ζάντες.

Ο δίλιτρος κινητήρας απέδιδε 280 PS και 373 Nm ροπής, αν και οι περισσότεροι έκαναν λόγο για πραγματικές τιμές πιο κοντά στους 300 PS. Η έκδοση Tommi Mäkinen κυκλοφόρησε με αφορμή τους τέσσερις τίτλους του Φιλανδού στο WRC και ήταν ό,τι πιο κοντινό στο αγωνιστικό που οδηγούσε.

Όσο για την τιμή του συγκεκριμένου Mitsubishi Lancer EVO VI Tommi Makinen Edition που έχει 90.914 km στο οδόμετρο, αυτή υπολογίζεται μεταξύ 15.000-20.000 λίρες (16.700-22.300 ευρώ).

Το Subaru Impreza της φωτογραφίας είναι η σπάνια έκδοση P1 (εξελιγμένη από την Prodrive για την αγορά της Ευρώπης) που κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό 1.000 μονάδων σε συνδυασμό με δίπορτο αμάξωμα.

Ο δίλιτρος κινητήρας απέδιδε 284 PS και 353 Nm ροπής με την κίνηση να μεταδίδεται παραδοσιακά και στους τέσσερις τροχούς και την τελική ταχύτητα να αγγίζει τα 250 km/h. Το μπλε χρώμα είναι απόλυτα ταιριαστό με την ιστορία του μοντέλου όπως και οι γκρι ζάντες (αν και κάποιοι θα προτιμούσαν χρυσή απόχρωση).

Το συγκεκριμένο Impreza έχει ταξιδέψει 71194 km, και η τιμή του υπολογίζεται μεταξύ 16.000-20.000 λίρες (17.800-22.300 ευρώ).
Η επιλογή είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολη δεδομένου ότι και οι δύο επιλαχόντες είναι εξαιρετικές κατασκευές με έντονα νοσταλγικό χαρακτήρα. Εμείς σηκώνουμε τα χέρια ψηλά καθώς στο γραφείο οι απόψεις διίστανται. Εσείς πιο θα επιλέγατε;
Πηγή: Drive.gr

Τα EV της VW πρόκειται να γίνουν σημαντικά φθηνότερα, χάρη στις νέες μπαταρίες
Η VW συνεχίζει να κυριαρχεί στον κόσμο των ηλεκτρικών οχημάτων σημειώνοντας 59% άνοδο στις παγκόσμιες πωλήσεις EV το πρώτο τρίμηνο του 2025. Παρόλα αυτά όμως για να παραμείνει πρωταγωνίστρια, ξέρει πως πρέπει να είναι μπροστά από τις εξελίξεις και όλα δείχνουν πως έχει βρει τον τρόπο.
Σύμφωνα με την τελευταία συνέντευξη στελέχους της VW, το ID.2 θα σηματοδοτήσει την έναρξη της μεταφοράς ολόκληρης της γκάμας των μοντέλων της μάρκας σε νέα πλατφόρμα που είναι φθηνότερη στην κατασκευή. Η πλατφόρμα θα ονομάζεται MEB Plus, μια εξελικτική ονομασία που ωθεί την τυπική πλατφόρμα MEB ένα βήμα παραπέρα.

Η μεγαλύτερη αλλαγή στην MEB Plus σε σχέση με την MEB είναι η χρήση κυψελών μπαταρίας λιθίου-σιδήρου-φωσφορικού άλατος (LFP). Η τεχνολογία μπορεί να είναι ελαφρώς κατώτερη σε ενεργειακή πυκνότητα σε σύγκριση με τις κυψέλες νικελίου-μαγγανίου-κοβαλτίου (NMC) που χρησιμοποιούνται ευρέως από τις δυτικές αυτοκινητοβιομηχανίες σήμερα, αλλά οι μπαταρίες LFP είναι φθηνότερες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ πιο δημοφιλείς στην Κίνα. Το ID.2 θα έχει κυψέλες LFP, αλλά η VW λέει ότι η τεχνολογία θα έρθει και στα υπόλοιπα μοντέλα της VW λίγο καιρό μετά την παρουσίαση του ID.2. Αυτό σημαίνει ότι το ID.3, το ID.7 και το ID.4 θα μπορούσαν να γίνουν πολύ φθηνότερα ενώ παράλληλα η μετάβαση στις LFP μπαταρίες θα συνοδεύεται επίσης από πλήρη σχεδιαστική ανανέωση των EV της.
Τα ξένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το νέο εργοστάσιο της VW στο Salzgitter της Γερμανίας θα παρέχει πακέτα μπαταριών LFP για τα ανανεωμένα μοντέλα και μερικά πακέτα μπαταριών NMC για τα απερχόμενα μοντέλα που θα τα χρειαστούν.
Πάντως το Volkswagen ID.2 και η πλήρης ανανέωση της EV γκάμας της μάρκας, αναμένεται να ξεκινήσει το 2026. Κάτι που σημαίνει πως σύντομα τα μοντέλα της εταιρίας θα κοστίζουν λιγότερο με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μείωση κόστους έως και 50% σε μόλις τρία χρόνια.
