Η Morgan αποχαιρετά το μοντέλο Plus Six και καλωσορίζει τον αντικαταστάτη του, το Supersport. Αν και δείχνει σα να πρόκειται απλώς για ένα facelift, το νέο μοντέλο είναι ουσιαστικά εντελώς ολοκαίνουργιο. Το ρετρό-μοντέρνο σπορ αυτοκίνητο υιοθετεί στιλιστικά στοιχεία από το περιορισμένης παραγωγής Midsummer που σχεδίασε ο Pininfarina και βασίζεται σε μία αναθεωρημένη πλατφόρμα αλουμινίου η οποία φέρνει αύξηση της στρεπτικής ακαμψίας κατά 10%.

Το Supersport είναι ένα αυτοκίνητο δύο σε ένα, υπό την έννοια ότι διαθέτει εναλλάξιμες οροφές. Η υφασμάτινη οροφή μπορεί να αντικατασταθεί με μια σκληρή οροφή από σύνθετα ανθρακονήματα στο χρώμα του αμαξώματος, η οποία ζυγίζει 19.5 κιλά.

Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως ολόκληρο το αμάξωμα δεν ξεπερνά σε βάρος τα 1.169 κιλά. Το τόσο μικρό βάρος του, έρχεται να διαχειριστεί ο εξακύλινδρος σε σειρά κινητήρας της BMW, (που αποδίδει 340 ίππους και 500 Nm ροπής, προσφέροντας αναλογία 3.4 κιλά/ίππο).

Έτσι, το νέο Morgan Supersport καταφέρνει επιτάχυνση 0-100χλμ./ώρα σε 3.9 δευτ. και τελική ταχύτητα στα 260χλμ./ώρα με την κίνηση να μεταφέρεται αποκλειστικά στους πίσω τροχούς, μέσω ενός αυτόματου κιβωτίου 8 σχέσεων, (δεν υπάρχει δυνατότητα για χειροκίνητο σασμάν).
Η σύνδεση με την BMW είναι εμφανής από τη στιγμή που μπαίνετε στην καμπίνα, καθώς ένας σύγχρονος επιλογέας ταχυτήτων έρχεται σε αντίθεση με τη ρετρό εμφάνιση. Παράλληλα, το ξύλινο ταμπλό φιλοξενεί σε άλλα σημεία αναλογικούς πίνακες και σε άλλα μια ψηφιακή οθόνη μπροστά από τον οδηγό.

Οι επιλογές customization είναι άφθονες, συμπεριλαμβανομένου ενός Dynamic Handling Pack με αμορτισέρ Nitron και διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης. Οι πελάτες μπορούν επίσης να πληρώσουν επιπλέον για ζάντες 19 ιντσών που ζυγίζουν μόλις 10 κιλά η καθεμία (1 κιλό λιγότερο από τον στάνταρ, μικρότερο τροχό 18 ιντσών). Το αμάξωμα μπορεί να βαφτεί σε έναν «σχεδόν απεριόριστο συνδυασμό» χρωμάτων, ενώ η ξύλινη επένδυση προσφέρεται σε 11 φινιρίσματα.
Η Morgan δέχεται ήδη παραγγελίες και χρεώνει 85.000 λίρες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αυτό αντιστοιχεί σε 101.508 ευρώ.

Made in Japan: Πως η Ιαπωνία έχτισε το μύθο της αξιοπιστίας;
Πολλές ιστορίες έχουν να αφηγηθούν πολλοί Κύπριοι και εκατομμύρια αγοραστές σε όλο τον κόσμο. Ιστορίες που δημιούργησαν μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν τη φήμη ότι τα ιαπωνικά αυτοκίνητα «δεν σπάνε, δεν χαλάνε» όσο σκληρά και αν τους φερθείς και όσα χρόνια και αν περάσουν.
Αυτή η φήμη όμως δεν χτίστηκε με διαφημιστικά σλόγκαν. Είναι το απόσταγμα μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής θεώρησης της παραγωγής, μιας ηθικής που ριζώνει βαθιά στην ιαπωνική κοινωνία, και μιας μεταπολεμικής βιομηχανικής ιστορίας που αν μη τι άλλο είχε επίγνωση των αδυναμιών της και τις μετέτρεψε σε πλεονεκτήματα.
Η αναδρομή στο παρελθόν, σε πρόσωπα και καταστάσεις, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη για να κατανοήσουμε την τεράστια επιτυχία των Ιαπώνων στα θέματα της αξιοπιστίας.

Το 1945, η Ιαπωνία είναι μια χώρα κατεστραμμένη, τόσο φυσικά όσο και ψυχολογικά. Οι υποδομές της κατεστραμμένες, οι άνθρωποι της απογοητευμένοι, η βιομηχανία της σχεδόν ανύπαρκτη. Και όμως, από αυτά τα ερείπια γεννήθηκε το μεταπολεμικό «ιαπωνικό θαύμα», στο οποίο η αυτοκινητοβιομηχανία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οι πρώτοι Ιάπωνες μηχανικοί, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους σε ισχύ, κύρος ή design, επικεντρώθηκαν στο να κατασκευάζουν αυτοκίνητα που απλώς λειτουργούσαν. Ήταν ελαφριά, οικονομικά, και -κυρίως- φτιαγμένα με εμμονή στη λεπτομέρεια. Ο στόχος δεν ήταν η καινοτομία για την καινοτομία, αλλά η συνεχής βελτίωση: η περίφημη φιλοσοφία kaizen.
Το kaizen, ή αλλιώς “συνεχής βελτίωση”, δεν ήταν απλώς μια μέθοδος παραγωγής. Ήταν μια πολιτισμική στάση: κάθε εργαζόμενος, από το εργοστάσιο μέχρι τη διοίκηση, είχε ευθύνη να εντοπίζει και να διορθώνει προβλήματα.
Η ποιότητα δεν ήταν αρμοδιότητα ενός τμήματος. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ένα συλλογικό καθήκον. Έτσι δημιουργήθηκαν διαδικασίες όπως το Just-In-Time της Toyota, και το Total Quality Management που υιοθέτησαν σταδιακά όλες οι γιαπωνέζικες εταιρείες.
Πίσω από τα μεγάλα ονόματα των σημερινών βιομηχανικών γιγάντων βρίσκονταν προσωπικότητες που επηρέασαν καθοριστικά όχι μόνο την πορεία των εταιρειών τους, αλλά και την ίδια την κουλτούρα της ιαπωνικής βιομηχανίας.

Ο Kiichiro Toyoda, ιδρυτής της Toyota, δεν έβλεπε την αυτοκινητοβιομηχανία σαν απλή επιχείρηση. Επηρεασμένος από τις αρχές του πατέρα του, Sakichi Toyoda, οραματιζόταν μια εταιρεία που θα υπηρετεί την κοινωνία μέσω της παραγωγής αξιόπιστων προϊόντων.
Η Toyota ενσωμάτωσε στο DNA της την “monozukuri”, την τέχνη της κατασκευής με τεχνική αρτιότητα αλλά και ψυχική αφοσίωση. Δεν είναι τυχαίο ότι το εργοστάσιο της Toyota θεωρείται σήμερα από τα πιο -ας μας επιτραπεί ο νεολογισμός- “πνευματικά” εργοστάσια στον κόσμο.
Ο Soichiro Honda, από την άλλη, ήταν ένας χαρισματικός τεχνίτης και πεισματάρης εφευρέτης, που έβλεπε τα μηχανήματα ως προέκταση της ανθρώπινης εφευρετικότητας.
Η εταιρεία του, Honda Motor Co., καθιερώθηκε ως ένας κατασκευαστής κινητήρων με πρωτοφανή αντοχή και αποδοτικότητα. Ο ίδιος έλεγε: «Δεν με νοιάζει να κάνω τα καλύτερα αυτοκίνητα στον κόσμο. Με νοιάζει να κάνω τα καλύτερα μηχανικά συστήματα που δεν χαλάνε ποτέ».
Πάνω στις ιδέες και τις πρακτικές τέτοιων ανθρώπων, άρχισε να φτιάχνεται ο μύθος της γιαπωνέζικης αξιοπιστίας. Και σιγά-σιγά ήρθαν τα πρώτα μοντέλα, που έμελλε να γράψουν ιστορία και να κατακτήσουν τον κόσμο.

Η Toyota Corolla, με παραγωγή που ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια μονάδες, είναι ο ορισμός του αξιόπιστου οικογενειακού αυτοκινήτου. Εμφανίστηκε το 1966 και γρήγορα έγινε συνώνυμο της ποιότητας χωρίς φανφάρες. Χιλιάδες Corolla των δεκαετιών ’80 και ’90 εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα, με ελάχιστα προβλήματα.
Το Honda Civic, από το 1972, απέδειξε πως ένα μικρό hatchback μπορεί να είναι πιο ανθεκτικό από μοντέλα διπλάσια σε τιμή. Με τον επαναστατικό CVCC κινητήρα και ελαφρύ αμάξωμα, έγινε το αγαπημένο αυτοκίνητο όχι μόνο των καθημερινών οδηγών αλλά και των μηχανικών που έψαχναν μια πλατφόρμα χωρίς “παιδικές ασθένειες”.
Το Mazda MX-5, αν και roadster, είναι ίσως το πιο αξιόπιστο σπορ αυτοκίνητο στην ιστορία. Με απλό σχεδιασμό, λογικές ιπποδυνάμεις, και έναν κινητήρα που λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι, το Miata αποδεικνύει ότι η αξιοπιστία δεν είναι προνόμιο μόνο των οικογενειακών sedan ή των μεγάλων 4×4 που κατακτούν κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ακόμα και η μικρή σε μέγεθος Subaru, με την κορυφαία «συμμετρική» τετρακίνησή της και τους boxer κινητήρες, έχει χτίσει φήμη για αυτοκίνητα που λειτουργούν κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Και παραμένουν σαν να έχουν μόλις βγει από την έκθεση, ακόμα και αν το οδόμετρο έχει καταγράψει εξαψήφια νούμερα χιλιομέτρων.

Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτό που η εμπειρία έχει ήδη καταδείξει. Στην πιο πρόσφατη έκθεση του Consumer Reports για το 2024, στην κορυφή της λίστας αξιοπιστίας βρέθηκαν οι Lexus, Toyota, Honda, Subaru και Mazda, όλες ιαπωνικές.
Η Lexus, θυγατρική της Toyota, κρατά τα σκήπτρα της αξιοπιστίας εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Η εξήγηση είναι απλή: παίρνει το ήδη δοκιμασμένο μηχανικό υπόβαθρο της Toyota και προσθέτει πολυτέλεια, χωρίς να θυσιάζει την απλότητα.
Η Toyota, ως μητρική εταιρεία, συνεχίζει να επενδύει στην αξιοπιστία αντί να κυνηγάει συνεχώς τεχνολογικές μόδες. Οι υβριδικές της προτάσεις έχουν αποδειχθεί πιο αξιόπιστες ακόμα και από συμβατικά συστήματα.
Η Honda, παρότι έχει πειραματιστεί περισσότερο με τολμηρά σχέδια και μηχανικές λύσεις, εξακολουθεί να διατηρεί σταθερά υψηλή βαθμολογία στην αξιοπιστία, κυρίως χάρη στην απλότητα και ποιότητα κατασκευής των κινητήρων της.

Το Consumer Reports, όπως και άλλα ανεξάρτητα όργανα (π.χ. J.D. Power, TÜV Report στη Γερμανία), επιβεβαιώνουν κάθε χρόνο αυτό που οι Ιάπωνες κατασκευαστές χτίζουν δεκαετίες τώρα: τη φήμη του αυτοκινήτου που απλώς δεν χαλάει.
Αυτό που διακρίνει τις ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν είναι απλώς η τεχνική αρτιότητα. Είναι η ηθική της ευθύνης.
Σε αντίθεση με πολλά δυτικά μοντέλα διαχείρισης που βασίζονται στην εκμετάλλευση πόρων και την αύξηση του μεριδίου αγοράς με κάθε κόστος, οι Ιάπωνες δίνουν προτεραιότητα στη φήμη, στη μακροχρόνια εμπιστοσύνη και στη συνέχεια.
Αυτό δεν είναι ρομαντισμός. Είναι μια πολύ ιαπωνική εκδοχή του καπιταλισμού, βασισμένη στην ιδέα ότι η εταιρεία δεν είναι απλώς εργοδότης αλλά κοινωνικός οργανισμός.
Όταν μια ιαπωνική εταιρεία παραδέχεται ότι έκανε λάθος (όπως η Toyota στην ανάκληση των Prius το 2010), το κάνει με αναστοχασμό, αυτοκριτική, και προσπάθεια για διόρθωση. Η ζημιά μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη, αλλά η εμπιστοσύνη μακροχρόνια.
Καθώς η αυτοκινητοβιομηχανία περνά στη φάση της ηλεκτροκίνησης και της ψηφιοποίησης, αυτό που ονομάζουμε «αξιοπιστία» αλλάζει πρόσωπο. Δεν αφορά πλέον μόνο τους κινητήρες και τα φρένα, αλλά και το λογισμικό, τους αισθητήρες, την τεχνητή νοημοσύνη. Η Ιαπωνία εδώ δείχνει μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. Και προχωρά αργά, αλλά με σταθερότητα.
Η Toyota δεν ήταν η πρώτη που έτρεξε στο παιχνίδι των ηλεκτρικών, αλλά προσφέρει ήδη ηλεκτρικά μοντέλα με επίκεντρο την αξιοπιστία.

Η Mazda υιοθετεί ήπιες μεταβάσεις και κάνει μετρημένες κινήσεις, και η Subaru και η Suzuki συνεργάζονται συνεργάζεται με την Toyota για τις ηλεκτρικές τους προτάσεις, προκειμένου να διατηρήσουν τον πυρήνα της αξιοπιστίας.
Η Honda από την άλλη επιμένει να κάνει τα πράγματα με τον δικό της τρόπο, επιμένοντας και αυτή πρώτα στην σωστή λειτουργία με αντοχή στον χρόνο και μετά στους ψεύτικους εντυπωσιασμούς.
Το ζητούμενο πλέον δεν είναι απλώς να λειτουργεί το αυτοκίνητο, αλλά να μην σε «προδώσει» ποτέ, είτε στην ερημιά είτε στον κυβερνοχώρο. Και οι Ιάπωνες δείχνουν να κατανοούν την ηθική διάσταση αυτής της πρόκλησης καλύτερα από πολλούς.
Γι’ αυτό ήταν -και όπως φαίνεται θα παραμείνουν- η πρώτη επιλογή για μεγάλο μέρος των αγοραστών του πλανήτη που βλέπουν το αυτοκίνητο όχι σαν μία ακόμα αναλώσιμη οικιακή συσκευή, αλλά ένα προϊόν με έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο που συνδέεται με τη ζωή και τις ανάγκες των ανθρώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πηγή: Newsauto.gr
