Όσο και να μην το βιώνουμε στη χώρα μας, στην οποία δεν υπάρχει οργανωμένη και αναπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία, στην Ευρώπη έχει αρχίσει και σοβεί μια «διαμάχη» μεταξύ πολιτικών και παραγόντων του συγκεκριμένου κλάδου.
Οι πρώτοι πιέζονται και πιέζουν για την εφαρμογή μιας πολιτικής η οποία θα εξοβελίσει τους κινητήρες εσωτερικής καύσης το συντομότερο δυνατόν, ιδανικά και αύριο εάν είναι δυνατόν. Οι δεύτεροι, όντας μέσα στην πραγματικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, πιέζονται και πιέζουν για τον εξορθολογισμό των εξαγγελθέντων προγραμμάτων αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
Μεταξύ των δύο μερών βρίσκουν τη θέση τους και οι αναλυτές της αγοράς αυτοκινήτου. Ως γνωστόν, αυτοί έχουν τον ρόλο να προβλέψουν την πορεία των πωλήσεων βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, όπως και την εξέλιξη των υφιστάμενων ή των υπό διαμόρφωση τάσεων στην Αυτοκινητοβιομηχανία. Δύσκολο ή ευκολότερο, το έργο τους είναι αναμενόμενο από όλους. Και τα αποτελέσματα των ερευνών τους πάντα θα δυσαρεστεί κάποιους.
Οι πολιτικοί προσπαθούν να δώσουν κίνητρα για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης και δημιουργούν ενθουσιασμό και προσδοκίες στο κοινό και στην χρηματιστηριακή αγορά. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, στην αρχή το προσφερόμενο χρήμα μοιάζει ατελείωτο. Ατελείωτες είναι και οι συζητήσεις για τον καινούργιο «αγγελικά πλασμένο κόσμο» στον οποίο θα ζήσουμε και υπέρμετρος ο στόμφος με τον οποίο εκφέρουμε τις βαθυστόχαστες και κυρίως… εμπεριστατωμένες σκέψεις μας περί αυτού.

Λίγο καιρό αργότερα, φυσικά, τα χρήματα μειώνονται. Η αμφιβολία αρχίζει να διαμορφώνεται, οι δεύτερες σκέψεις επιστρέφουν συχνότερα, η σιωπή ή η προσπάθεια αλλαγής θέματος στις σχετικές συζητήσεις είναι εμφανής, η πραγματικότητα μας επαναφέρει στα σκληρά δεδομένα της…«Τελικά, μήπως να πάω για σέρβις το παλιό αυτοκίνητο και να περιμένω περισσότερο για να πάρω ηλεκτρικό»;
Κάποια από τα ευρήματα των αναλυτών της αγοράς αυτοκινήτου αναφορικά με την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης στην Ευρώπη θα δυσαρεστήσουν τους πολιτικούς και όσους έχουν επενδύσει σε αυτή, σε οικονομικό ή ακόμα και σε ιδεολογικό επίπεδο. Το παράδειγμα της Γερμανίας, της βασικότερης χώρας παραγωγής αυτοκινήτων στη Γηραιά Ήπειρο, είναι χαρακτηριστικό.
Πέρυσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας είχε ανακοινώσει ότι ο στόχος είναι να υπάρχουν 15.000.000 αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα στη χώρα ως το 2030. Ακολουθώντας επιδοματική πολιτική ήδη από τα προηγούμενα χρόνια για τον σκοπό αυτό, τα στελέχη της πιστεύουν ότι αυτό θα είναι εφικτό.

Στις αρχές του 2022, το ποσό επιδότησης για όποιον θέλει να αποκτήσει ένα ηλεκτροκίνητο όχημα έφτανε έως τα 6.000 ευρώ για τα αυτοκίνητα αυτής της τεχνολογίας με τιμή έως 40.000 ευρώ. Στο τέλος του έτους είχε μειωθεί στα έως 4.500 ευρώ λόγω αντίστοιχης μείωσης στα σχετικά κονδύλια.
Στελέχη του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών για την Αυτοκίνηση, έπειτα από έρευνα που πραγματοποίησαν, διαπίστωσαν ότι εάν δεν αλλάξει κάτι σε σημαντικό βαθμό, η ζήτηση για τα αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα τα προσεχή χρόνια θα είναι αυξανόμενη αλλά όχι στον βαθμό που εκτιμούν οι πολιτικοί της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τις προβλέψεις τους το 2030 θα κυκλοφορούν σε αυτή περίπου 7,5 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα αντί των 15 εκατομμυρίων που ήταν η αρχική πρόβλεψη.
Όπως εκτιμούν, το ίδιο φαινόμενο θα ισχύσει και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Επιπλέον, αναφέρουν ότι θα πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός και στις προσδοκίες για την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών φόρτισης των αυτοκινήτων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημόσιων σταθμών.
Πηγή: Autoblog

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
