Η ŠKODA κατέκτησε περισσότερα βραβεία από οποιοδήποτε άλλο κατασκευαστή στο θεσμό του «Auto Trophy 2021» που διοργανώθηκε από το γερμανικό περιοδικό αυτοκινήτου Auto Zeitung. Mε αυτό τον τρόπο, η ŠKODA, πέτυχε το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία του θεσμού, με τα βραβεία να βασίζονται πάνω σε δημοσκοπήσεις των αναγνωστών.

12.126 αναγνώστες και διαδικτυακοί επισκέπτες του γερμανικού περιοδικού αυτοκινήτου Auto Zeitung ψήφισαν για τα βραβεία στη 34η έκδοση του «Auto Trophy», διαλέγοντας τα αγαπημένα τους από 248 μοντέλα και 138 μάρκες σε 36 κατηγορίες. Η ŠKODA πήρε τον τίτλο της «Καλύτερης μάρκας» με το 34,9% των ψήφων. Αυτή ήταν η όγδοη συνεχόμενη φορά από το 2014 που ο Τσέχος κατασκευαστής κέρδισε τον τίτλο στη δημοσκόπηση αυτή.

Στην κατηγορία «Αυτοκίνητα πόλης/Μικρά αυτοκίνητα», το ŠKODA FABIA εξασφάλισε τη νίκη λαμβάνοντας το 29,6% των ψήφων. Το ŠKODA OCTAVIA συνέχισε το νικηφόρο σερί του, κατακτώντας και φέτος τον τίτλο του καλύτερου μοντέλου στην κατηγορία «Compact Models» με 28,9%. Για το μπεστ σέλερ της Τσέχικης αυτοκινητοβιομηχανίας, το φετινό βραβείο «Auto Trophy» είναι πλέον το όγδοο τρόπαιο στη σειρά και η 14η νίκη συνολικά. Το ŠKODA KAMIQ έλαβε το πρώτο του «Auto Trophy» λίγο μετά την κυκλοφορία του στην αγορά το 2019 και ακολούθησαν το 2020 και το 2021: Λαμβάνοντας το 32,5% των ψήφων των αναγνωστών, κατέλαβε την πρώτη θέση μεταξύ των «SUV έως 25.000€». Το ŠKODA SUPERB είχε για άλλη μια φορά εντυπωσιακή εμφάνιση στο «Auto Trophy 2021» κατακτώντας την κορυφή σε δυο κατηγορίες. Στην κατηγορία «luxury class», σχεδόν ένας στους τέσσερις αναγνώστες (24,7%) επέλεξε το μοντέλο μεσαίου μεγέθους. Ταυτόχρονα, με 29,2% των ψήφων, το SUPERB βρέθηκε στην κορυφή ως το όχημα που προσφέρει την καλύτερη σχέση τιμής-απόδοσης. Το ŠKODA ENYAQ iV διαγωνίστηκε για δεύτερη φορά στα βραβεία «Auto Trophy». Όπως και το 2020, το αμιγώς ηλεκτρικό SUV κέρδισε και φέτος τους αναγνώστες και τους διαδικτυακούς επισκέπτες της Auto Zeitung, οι οποίοι το ανέδειξαν ως το κορυφαίο στην κατηγορία «Ηλεκτρικών SUV έως 50.000 ευρώ» με 33,9% των ψήφων.


Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
