To νέο αμιγώς ηλεκτρικό Audi A6 Sportback e-tron έχει αεροδυναμικό συντελεστή οπισθέλκουσας Cd 0,21 ο οποίος είναι ο μικρότερος στην ως τώρα ιστορία της Audi.
Οι αεροδυναμιστές της Audi χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους και την πιο σύγχρονη τεχνολογία να διαμορφώσουν το αμάξωμα του A6 Sportback e-tron. Σε ένα αμιγώς ηλεκτροκίνητο μοντέλο η αεροδυναμική διαδραματίζει ουσιαστικότερο ρόλο απ’ ό,τι σε ένα με θερμικό κινητήρα.
Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουν ένα αμάξωμα στο οποίο ο αέρας θα «γλιστράει» όσο περισσότερο γίνεται. Από τη Φυσική γνωρίζουμε ότι η οπισθέλκουσα δύναμη ενός σώματος αυξάνεται με το τετράγωνο της ταχύτητας.
Δηλαδή, εάν η τελευταία διπλασιαστεί σε σχέση με μια αρχική τιμή αναφοράς, η οπισθέλκουσα θα τετραπλασιαστεί, συγκριτικά.
Στην Audi, έχουν παράδοση στη δημιουργία αυτοκινήτων με αμάξωμα χαμηλού συντελεστή οπισθέλκουσας. Το 1983 παρουσιάστηκε το Audi 100 το οποίο ήταν το πρώτο μοντέλο παραγωγής στην ιστορία της Αυτοκίνησης με Cd 0,30.
Τώρα, το αμιγώς A6 Sportback e-tron έχει Cd 0,21, κάτι που το κάνει το πιο αεροδυναμικό της γερμανικής εταιρείας (προς το παρόν).
Πώς επιτεύχθηκε αυτό; Όταν οι σχεδιαστές της παρουσίασαν τις αρχικές ιδέες τους για το νέο μοντέλο, οι άνθρωποι στο τμήμα αεροδυναμικής δημιούργησαν ομοιώματα σε φυσικό μέγεθος και πραγματοποίησαν περίπου 1.300 προσομοιώσεις στην αεροδυναμική σήραγγα.
Για παράδειγμα, στον αρχικό σχεδιασμό, το εξωτερικό άκρο της εισαγωγής του αεραγωγού (σχεδιασμένου για να βελτιώσει τη διέλευση του αέρα γύρω από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου) προεξείχε λίγο περισσότερο από το επιθυμητό, οπότε έγινε μια μικρή προσαρμογή για να μην εμποδίζεται η ροή του αέρα εκεί.
Η εισαγωγή ψυχρού αέρα τύπου «switchblade» κάτω από τη μπροστινή μάσκα επίσης τροποποιήθηκε και οι άκρες στην επιφάνεια σχεδιάστηκαν προσεκτικά για να συμβάλλουν ουσιαστικότερα στον διαχωρισμό της ροής του αέρα και να μειώσουν τη χαμηλή πίεση σε ορισμένες περιοχές.
Επίσης, μελετήθηκε πολύ και βελτιστοποιήθηκε η ροή του αέρα κάτω από το πάτωμα του οχήματος. Τέλος, οι τροχοί σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν ένα είδος «τοίχου» κατά την περιστροφή τους ο οποίος επιτρέπει στον αέρα να τους διασχίζει ομαλά αντί να εισέρχεται σε αυτούς από τα μορφοποιημένα ανοίγματά τους.
Γιατί πολλοί μένουν με τα παλιά τους αυτοκίνητα;
Είναι γνωστό ότι σε Κύπρο και Ελλάδα έχουμε έναν από τους πιο γηρασμένους στόλους αυτοκινήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι μόνο δικό μας φαινόμενο.
Για παράδειγμα οι Βρετανοί οδηγοί αυτοκινήτων διατηρούν τα παλαιότερα αυτοκίνητά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα λόγω της αύξησης των τιμών των νέων αυτοκινήτων.
Σύμφωνα με την Εταιρεία Κατασκευαστών και Εμπόρων Αυτοκινήτων (SMMT), πάνω από 16 εκατομμύρια από τα 34 εκατομμύρια αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ηλικίας άνω των 10 ετών, ενώ 10,5 εκατομμύρια ξεπερνούν τα 12 έτη.
Οι τιμές των νέων αυτοκινήτων έχουν αυξηθεί κατά 129% τα τελευταία 15 χρόνια, από 26.450 ευρώ το 2009 σε 60.435 ευρώ το 2024, ξεπερνώντας κατά πολύ τον πληθωρισμό.
Τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα είναι κατά 149% ακριβότερα, τα βενζινοκίνητα κατά 93% ακριβότερα, ενώ τα ηλεκτρικά οχήματα έχουν πλέον μέσο όρο 71.770 ευρώ, υψηλότερα από τα 52.140 ευρώ για τα βενζινοκίνητα και 67.160 ευρώ για τα πετρελαιοκίνητα μοντέλα.
Η αγορά έχει επίσης αλλάξει, με 88% λιγότερα μοντέλα ντίζελ και 63% λιγότερα μοντέλα βενζίνης διαθέσιμα.
Τα μικρά αυτοκίνητα γίνονται σπάνια, καθιστώντας τις αναβαθμίσεις πιο δύσκολες για τους αγοραστές με χαμηλό προϋπολογισμό.
Αυτή η τάση έχει διάφορες επιπτώσεις. Οι εταιρείες εγγυήσεων αναφέρουν μεγαλύτερη ζήτηση για κάλυψη αυτοκινήτων ηλικίας 8-10 ετών.
Τα ανεξάρτητα συνεργεία επωφελούνται καθώς οι ιδιοκτήτες παλαιότερων αυτοκινήτων τα επιλέγουν έναντι των αντιπροσωπειών.
Οι έμποροι δυσκολεύονται με τα παλαιότερα οχήματα ανταλλαγής, καθώς οι επισκευές μπορεί να υπερβαίνουν την αξία τους.
Οι αρχές στην Βρετανία υπολογίζουν ότι η παράλειψη της συντήρησης για εξοικονόμηση χρημάτων προκαλεί περισσότερες βλάβες, με 500.000 επιπλέον περιστατικά το 2023 σε σύγκριση με το 2022.
Η καθυστέρηση της συντήρησης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και να οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος αργότερα.