Η προτίμηση των Ευρωπαίων στην κατηγορία των μικρών SUV, έχει καταγραφεί απ’ όλα τα επίσημα στοιχεία πωλήσεων, τα τελευταία χρόνια.
Πλέον αποτυπώνεται με τον πιο εμφατικό τρόπο και η στροφή τους στα υβριδικά μοντέλα, οδηγώντας το Toyota Yaris Cross στο Νο.1 και μπροστά από το Volkswagen T-Roc, κατά τη διάρκεια των 10 μηνών του τρέχοντος έτους και βάσει των στοιχείων της Dataforce.
Στο ίδιο διάστημα, οι πωλήσεις αμιγώς ηλεκτρικών μοντέλων, παρέμειναν στάσιμες στις περισσότερες μεγάλες αγορές της Ευρώπης, με ποσοστό μόλις 5,4%, καθώς οι υψηλές τιμές και οι περικοπές στις κρατικές επιδοτήσεις, συνέχισαν να αποθαρρύνουν τους υποψήφιους αγοραστές.

Ωστόσο, μια σειρά από πιο προσιτά ηλεκτρικά μοντέλα, όπως το Opel Frontera και Citroen C3 Aircross αρχίζουν να πωλούνται και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια σχετική αύξηση της ζήτησης, από το νέο έτος.
Τα υβριδικά μικρά SUV έχουν τη μεγαλύτερη δυναμική αυτή τη στιγμή, με τις πωλήσεις να αυξάνονται, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, κατά 26% τους πρώτους 10 μήνες σε 317.044. Αυτό μεταφράστηκε σε μερίδιο 17% επί του συνόλου, σύμφωνα με στοιχεία της Dataforce.

Το αυξημένο ενδιαφέρον για τα υβριδικά μοντέλα βοήθησε να αυξηθούν οι πωλήσεις στην κατηγορία των μικρών SUV κατά 3,9% σε 1,88 εκατομμύρια, έως τον Οκτώβριο, ξεπερνώντας τη συνολική αγορά αυτοκινήτων, η οποία αυξήθηκε μόλις 0,9% κατά την ίδια περίοδο.
Για να αντιληφθείτε καλύτερα την εικόνα της αγοράς από 163.377 μοντέλα Yaris Cross που πωλήθηκαν τους πρώτους 10 μήνες, το 97% ήταν υβριδικά.

Η κυριαρχία της Toyota, αμφισβητείται από τη Renault, η οποία αύξησε τις πωλήσεις του υβριδικού Captur κατά 22% σε 43.648 μετά από 10 μήνες. Ανοδικά ήταν επίσης το υβριδικό Nissan Juke, με άνοδο 44% στις 33.395 και το Hyundai Kona, 46% στις 33.332 μονάδες.
Η Γαλλία ηγείται των ευρωπαϊκών πωλήσεων υβριδικών μικρών SUV, με 72.071 μέσα σε 10 μήνες και με το -κατασκευασμένο εγχώρια- Yaris Cross να προηγείται του Captur με 27.181 έναντι 21.166 μονάδων, σύμφωνα πάντα με την Dataforce.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
