Η Toyota Αμερικής παρουσίασε την MY2021 έκδοση της Supra, η οποία έχει δύο σημαντικές μηχανικές αλλαγές. Η πρώτη αφορά την αύξηση της ιπποδύναμης του 3,0-λιτρου εξακύλινδρου σε σειρά κινητήρα από τα 340 άλογα -που ήταν αρχικά διαθέσιμος- στα 385 άλογα, κάνοντας πιο γρήγορο το ιαπωνικό sportscar κατά 0,2 δευτερόλεπτα στο 0-100 χλμ/ώρα, το οποίο ολοκληρώνεται σε 4,1 δευτερόλεπτα.
Η δεύτερη αλλαγή της MY2021 έκδοση της Supra ήταν η προσθήκη μιας επιπλέον επιλογής μηχανικού συνόλου, καθώς και οι Αμερικάνοι θα μπορούν να παραγγείλουν το αυτοκίνητο και με τον 2,0-λιτρο turbo κινητήρα που μέχρι σήμερα ήταν διαθέσιμος στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη.

Σύμφωνα, όμως, με πληροφορίες από την Αγγλία η δυνατότερη αυτή έκδοση του 3,0-λιτρου κινητήρα δεν θα γίνει διαθέσιμη στην Ευρωπαϊκή αγορά, εξαιτίας των πολύ αυστηρότερων κανονισμών για τους ρύπους που ισχύουν στην ήπειρο μας, σε σχέση με την αγορά των Η.Π.Α.
Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό το πότε θα παρουσιάσει την MY2021 έκδοση της Supra η Toyota Ευρώπης, μιας και η αντίστοιχη αμερικάνικη έκδοση φέρει επιπλέον αλλαγές, εκτός της αύξησης της ιπποδύναμης.

Πιο συγκεκριμένα, η MY2021 έκδοση της 3,0-λιτρης Supra διαθέτει βελτιωμένη πλευρική ακαμψία, βελτιωμένο πλαίσιο και νέες ρυθμίσεις στην ανάρτηση. Επίσης αλλαγές έχουν και τα EPS (electric power steering), Adaptive Variable Suspension (AVS), Vehicle Stability Control (VSC) και το ενεργό διαφορικό. Ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, το μοντέλο έχει γίνει πιο σταθερό στις γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης.
Πηγή: Autoblog

Mercedes CLA: Η αποτίμηση της περιβαλλοντικής απόδοσης
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Ambition 2039, η Mercedes επιδιώκει να προσφέρει έναν στόλο οχημάτων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα μέχρι το 2039, συνδράμοντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, μέσα στην επόμενη δεκαετία, η εταιρεία στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 ανά όχημα στο νέο στόλο έως και κατά 50%, καλύπτοντας όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας και ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος.
Η Mercedes, βέβαια, δεν αρκείται μόνο σε γενικές δεσμεύσεις περί βιωσιμότητας, καθώς για τη νέα CLA όρισε για πρώτη φορά ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO₂ στην εφοδιαστική αλυσίδα για υλικά παραγωγής. Όπως αναφέρει η γερμανική μάρκα, η έμφαση δίνεται σε υλικά και εξαρτήματα που παρουσιάζουν υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ορισμένα πλαστικά και οι κυψέλες μπαταριών. Για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των υλικών της, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σύναψε ειδικές συμφωνίες με τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 για την παραγωγή της CLA 250+ να μπορούν να μειωθούν κατά περίπου 17% σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους παραγωγής.

Ειδικότερα, στη νέα CLA, επιστρατεύονται διάφορες τεχνικές που μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα κατά περίπου 30% ανά κυψέλη μπαταρίας, σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Εκτός από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά την παραγωγή των κυψελών, ανανεώσιμη ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή των υλικών καθόδου, ανόδου και περιβλήματος της κυψέλης. Επίσης, περίπου το 40% του αλουμινίου που χρησιμοποιείται στη CLA παράγεται σε εργοστάσια ηλεκτρόλυσης τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη του μοντέλου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων δευτερογενών υλικών. Στην CLA 250+, το βάρος των δευτερογενών υλικών που χρησιμοποιούνται στα θερμοπλαστικά αυξήθηκε στα 42 κιλά, ενώ περίπου το 50% αυτών προέρχεται από καταναλωτικά απόβλητα (post-consumer sources).
Στον κύκλο ζωής ενός ηλεκτρικού οχήματος, καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διαδραματίζει και η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, μέσω της πλατφόρμας MB.Charge Public, η Mercedes προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα να φορτίζουν τα οχήματά τους με «πράσινη» ενέργεια. Αν στο σημείο φόρτισης δεν υπάρχουν αποθέματα «πράσινης» ενέργειας, τότε ενεργοποιείται το σύστημα “Green Charging”, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν ότι μια ισοδύναμη ποσότητα πράσινης ενέργειας (από πιστοποιημένες πηγές) διοχετεύεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
