Tο νέο Volvo EX90 αντιπροσωπεύει την έναρξη μίας νέας εποχής για τη Volvo. Μια εποχή κατά την οποία δρομολογεί μία αποφασιστική πορεία για ένα αμιγώς ηλεκτρικό μέλλον. Όπως είναι ήδη γνωστό, μέχρι το 2030, η Volvo σκοπεύει να διαθέτει μόνο αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα και να είναι μία κλιματικά ουδέτερη εταιρεία έως το 2040.

Όταν οι σχεδιαστές της μάρκας δημιούργησαν το εσωτερικό του EX90, επέλεξαν υλικά από φυσικούς, ανακυκλωμένους και ανανεώσιμους πόρους. Υλικά που σε συνδυασμό με το design, εκφράζει τις αξίες και τις σκανδιναβικές ρίζες της Volvo. Οι επενδύσεις από Nordico, που δημιουργήθηκε από υφάσματα φτιαγμένα από ανακυκλωμένα υλικά, όπως τα πλαστικά μπουκάλια PET, καθώς και από πολυμερή με βιολογική βάση από δάση στη Σουηδία και τη Φιλανδία, θέτουν ένα νέο πρότυπο για την premium εσωτερική σχεδίαση. Αυτή η νέα ερμηνεία της εσωτερικής πολυτελείας σημαίνει ότι το υπερβάλλον συμβατικό ύφασμα δίνει τη θέση του στην ανακύκλωση και στο σύγχρονο υλικό Nordico.

Μία άλλη επιλογή για τις επενδύσεις του Volvo EX90 είναι το πιστοποιημένο μίγμα μαλλιού NativaTM, το οποίο χρησιμοποιείται στα καθίσματα. Είναι ένα ύφασμα που πιστοποιήθηκε σύμφωνα με αυστηρά πρότυπα βιωσιμότητας για την καλή μεταχείριση των ζώων, περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα. Απέσπασε, επίσης, την Πιστοποίηση Performance από την Woolmark Company. Μαζί με τις πιστοποιημένες κατά FSC™ ξύλινες επιφάνειες της καμπίνας και τις μοκέτες που αποτελούνται εν μέρει από αναγεννημένο πολυαμίδιο, αυτές οι επιλογές στα υλικά εξασφαλίζουν ότι το Volvo EX90 περιέχει σχεδόν 50 κιλά ανακυκλωμένων πλαστικών και υλικών με βιολογική βάση.

Το Volvo EX90 είναι ένα αμιγώς ηλεκτρικό SUV που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις σουηδικές καταβολές της μάρκας. Είναι ένα κομψό, πολυχρηστικό οικογενειακό αυτοκίνητο με σύγχρονες αναλογίες, σε συνδυασμό με τεχνολογία αιχμής όσον αφορά την κεντρική υπολογιστική του μονάδα, τη συνδεσιμότητα και την ηλεκτροκίνηση, για βέλτιστη ασφάλεια, αποδοτική λειτουργία και αισθητική.

Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι δασμοί Τραμπ και το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η επιβολή δασμών 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών της Wall Street και της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι πολιτικές αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, οδηγώντας σε πτώση των πωλήσεων κατά εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, αύξηση των τιμών τόσο στα καινούργια όσο και στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και ένα συνολικό αυξημένο κόστος που ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια για τον κλάδο.
Το 2025 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου
Ο Felix Stellmaszek, παγκόσμιος επικεφαλής της Boston Consulting Group για την αυτοκινητοβιομηχανία και την κινητικότητα, χαρακτηρίζει το 2025 ως την πιθανώς σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία του κλάδου. Επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν δημιουργούν απλώς άμεσες πιέσεις κόστους, αλλά επιβάλλουν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο και τον τόπο κατασκευής των αυτοκινήτων.
Η Boston Consulting Group, μια συμβουλευτική εταιρία διαχείρισης, εκτιμά ότι οι δασμοί θα επιβαρύνουν την αυτοκινητοβιομηχανία με ένα επιπλέον κόστος της τάξεως των 110 έως 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Αυτό το αυξημένο κόστος αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά το 20% των εσόδων της αμερικανικής αγοράς νέων αυτοκινήτων, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους ξένους κατασκευαστές.
Το κόστος για αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισ. δολάρια
Ακόμη πιο συγκεκριμένη είναι η ανάλυση του Center for Automotive Research, ενός μη κερδοσκοπικού think tank με έδρα το Μίσιγκαν, το οποίο προβλέπει ότι το κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες μόνο στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 107,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια που θα επιβαρύνουν τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές του Ντιτρόιτ, General Motors, Ford και Stellantis.
Οι αναλύσεις λαμβάνουν υπόψη τόσο τους ήδη επιβληθέντες δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, όσο και τους επικείμενους δασμούς του ίδιου ποσοστού στα ανταλλακτικά αυτοκινήτων που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από τις 3 Μαΐου.
Επιπτώσεις στους καταναλωτές και μείωση των πωλήσεων
Ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι προμηθευτές ενδέχεται να απορροφήσουν ένα μέρος αυτών των αυξήσεων του κόστους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ένα σημαντικό μέρος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μείωση των πωλήσεων.
Ο αναλυτής της Goldman Sachs, Μάρκ Ντιλάνεϊ, σε σημείωμά του προς τους επενδυτές, εκτιμά ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος τόσο των εισαγόμενων όσο και των εγχώριας κατασκευής αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά ένα χαμηλό έως μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό χιλιάδων δολαρίων κατά μέσο όρο.
Θεωρεί δε δύσκολο για την αυτοκινητοβιομηχανία να μετακυλίσει πλήρως αυτή την αύξηση στους καταναλωτές, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η καταναλωτική ζήτηση παρουσιάζει σημάδια εξασθένησης.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι τιμές των νέων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά περίπου 2.000 έως 4.000 δολάρια τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το αυξημένο κόστος των δασμών.
Οι επιπτώσεις στην αγορά και στην οικονομία
Την ίδια στιγμή, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Απρίλιο, με το αναμενόμενο επίπεδο πληθωρισμού να φτάνει στο υψηλότερο σημείο από το 1981, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η Telemetry, μια εταιρεία συμβούλων αυτοκινήτων, προβλέπει ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής και ανταλλακτικών θα οδηγήσει σε μείωση των πωλήσεων στις ΗΠΑ και τον Καναδά κατά περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως, γεγονός που αναμένεται να έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Αβέβαιο μέλλον
Συνολικά, το μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό το βάρος των δασμών του Τραμπ παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των τιμών και η μείωση των πωλήσεων είναι αναπόφευκτες, θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία των κατασκευαστών και επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Η διαρθρωτική αλλαγή που επισημαίνει η Boston Consulting Group φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, αναγκάζοντας τις εταιρείες να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο ακριβό περιβάλλον.
