Στο Bathurst της Αυστραλίας, εκεί όπου κάθε Φεβρουάριο διεξάγεται ο 12ωρος αγώνας αντοχής Buthurst 1000, η Mercedes αποφάσισε να στείλει φέτος όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και την AMG GT3. Το μοντέλο πίστας οδηγήθηκε από τον Jules Gounon, ο οποίος έσπασε ρεκόρ!
Η αγωνιστική διαδρομή Mount Panorama έχει μήκος 6,213 χιλιόμετρα και είναι τόσο στενή, όσο και επικίνδυνη. Μερικοί μάλιστα τη συγκρίνουν με το Nordchleife Nurburgring!
Η αγωνιστική διαδρομή άνοιξε το 1938 και έγινε διάσημη για τις υψηλές της απαιτήσεις, τους τεχνικούς τομείς, αλλά και για την περίφραξη από την οποία περιβάλλεται.
Παρότι είναι μία πίστα που ενέχει πολλούς κινδύνους και αυτό αποδεικνύεται κάθε χρόνο στον εγχώριο αγώνα των 1.000 χιλιομέτρων, η Mercedes-AMG ήθελε να τιμήσει τα 130 χρόνια ιστορίας της στο motorsport μέσω αυτής. Για αυτό, στην Αυστραλία και το Bathurst κατέφτασε μία πολύ βελτιωμένη έκδοση της GT3.
Η πιο απελευθερωμένη και συνάμα αεροδυναμικά «τουμπανιασμένη» GT3 αποδείχθηκε ο νέος «Βασιλιάς του Βουνού»! Ο Gounon σημείωσε 1:56.605 με 192 χλμ./ώρα μέση ωριαία, συντρίβοντας έτσι το 1:58.679 μίας Brabham BT62. Για να έχετε μία τάξη μεγέθους, ο φετινός poleman του εγχώριου αγώνα σημείωσε 2:01.981 με μία BMW M4 GT3.
Τι το τόσο ιδιαίτερο όμως έχει αυτή η Mercedes-AMG GT3 και κατέρριψε τους χρόνους τόσων άλλων GT; Τα «ασημί βέλη» φρόντισαν αρχικά η σχεδίασή της να είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα αγωνιστικά που τρέχουν στην Mount Panorama, αλλά η κυρίως αναβάθμιση αφορούσε στον κινητήρα.
Χωρίς τους περιοριστές ροής αέρα του εργοστασιακού μοντέλου, ο V8 των 6,2 λίτρων απέδωσε 650 ίππους, περίπου 100 ίππους παραπάνω.
Επίσης, το αγωνιστικό τμήμα της Mercedes πρόσθεσε φρένα από ανθρακονήματα για μέγιστη απόδοση πέδησης. Έτσι και αλλιώς, μιλάμε για μία πίστα όπου το απότομα φρενάρισμα είναι συχνό.
Εξωτερικά, η Mercedes άλλαξε ορισμένες λεπτομέρειες στο χαμηλό μέρος του εμπρός προφυλακτήρα, στα μαρσπιέ και στον διαχύτη για μέγιστη αεροδυναμική απόδοση. Το μυστικό για να κερδίσει μερικά έξτρα δέκατα μάλιστα ήταν στους καθρέφτες οι οποίοι λειτούργησαν σαν αεροδυναμικά «πτερύγια»!
Προς εγκυκλοπαιδική σας γνώση, το ρεκόρ πίστας το κατέχει η MP4-23, το μονοθέσιο της McLaren στη Formula 1 το 2011, με οδηγό τον Τζένσον Μπάτον (1:48.88).
Δείτε τους Koenigsegg, Hennessey και Rimac να οδηγούν ο ένας τα αυτοκίνητα του άλλου (βίντεο)
Οι Koenigsegg, Rimac και Hennessey είναι μεγάλα ονόματα στον χώρο των hypercar. Οι εταιρείες κατασκευάζουν αυτοκίνητα που ξεπερνούν τα όρια της μηχανικής και της φυσικής και δεν βλέπουμε συχνά τους διευθύνοντες συμβούλους τους πίσω από το τιμόνι των ανταγωνιστών τους. Για πρώτη φορά όμως το Top Gear συγκέντρωσε τα τρία αφεντικά και τρία από τα αυτοκίνητά τους στο Sonoma Raceway για να δει τι σκέφτεται ο καθένας για τα αυτοκίνητα του άλλου.
Τα τρία οχήματα -Hennessy Venom F5 Revolution, Rimac Nevera και Koenigsegg Jesko Attack- έχουν κορυφές επιδόσεων, με το πιο αδύναμο να αποδίδει 1.600 ίππους, περίπου 200 λιγότερους από τα άλλα δύο.
Ο John Hennessey κάθισε για πρώτη φορά πίσω από το τιμόνι του Jesko Attack και φάνηκε πολύ εντυπωσιασμένος, σχολιάζοντας το πόσο γρήγορα ανταποκρίνεται ο κινητήρας και λέγοντας ότι είναι αρκετά «τρομακτικό» με τον έλεγχο πρόσφυσης ρυθμισμένο. Λέει επίσης ότι είναι πολύ ακατέργαστο αλλά και εκλεπτυσμένο, δίνοντάς του μια διπλή προσωπικότητα.
Στη συνέχεια, ο Mate Rimac κάθισε πίσω από το τιμόνι του δημιουργήματος της Hennessey και δεν δίστασε να το ωθήσει στα όριά του, εκμεταλλευόμενος τον ισχυρότερο κινητήρα εσωτερικής καύσης από οποιοδήποτε σημερινό αυτοκίνητο παραγωγής. Μάλιστα δήλωσε ότι είναι σαν να έχεις βάλει έναν «κινητήρα τέρας σε ένα καρτ».
Ο Christian von Koenigsegg είχε επίσης την ευκαιρία να δοκιμάσει το Rimac Nevera και το Hennessey Venom F5. Φαίνεται εντυπωσιασμένος και από τα δύο, ιδιαίτερα από το αμιγώς ηλεκτρικό Nevera και από το πόσο γρήγορα ένιωσε σαν στο σπίτι του πίσω από το τιμόνι.
Από τους τρεις, ο Mate πίεσε περισσότερο, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν πίσω από το τιμόνι του Jesko Attack.