Πολλές ιστορίες έχουν να αφηγηθούν πολλοί Κύπριοι και εκατομμύρια αγοραστές σε όλο τον κόσμο. Ιστορίες που δημιούργησαν μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν τη φήμη ότι τα ιαπωνικά αυτοκίνητα «δεν σπάνε, δεν χαλάνε» όσο σκληρά και αν τους φερθείς και όσα χρόνια και αν περάσουν.
Αυτή η φήμη όμως δεν χτίστηκε με διαφημιστικά σλόγκαν. Είναι το απόσταγμα μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής θεώρησης της παραγωγής, μιας ηθικής που ριζώνει βαθιά στην ιαπωνική κοινωνία, και μιας μεταπολεμικής βιομηχανικής ιστορίας που αν μη τι άλλο είχε επίγνωση των αδυναμιών της και τις μετέτρεψε σε πλεονεκτήματα.
Η αναδρομή στο παρελθόν, σε πρόσωπα και καταστάσεις, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη για να κατανοήσουμε την τεράστια επιτυχία των Ιαπώνων στα θέματα της αξιοπιστίας.

Το 1945, η Ιαπωνία είναι μια χώρα κατεστραμμένη, τόσο φυσικά όσο και ψυχολογικά. Οι υποδομές της κατεστραμμένες, οι άνθρωποι της απογοητευμένοι, η βιομηχανία της σχεδόν ανύπαρκτη. Και όμως, από αυτά τα ερείπια γεννήθηκε το μεταπολεμικό «ιαπωνικό θαύμα», στο οποίο η αυτοκινητοβιομηχανία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οι πρώτοι Ιάπωνες μηχανικοί, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους σε ισχύ, κύρος ή design, επικεντρώθηκαν στο να κατασκευάζουν αυτοκίνητα που απλώς λειτουργούσαν. Ήταν ελαφριά, οικονομικά, και -κυρίως- φτιαγμένα με εμμονή στη λεπτομέρεια. Ο στόχος δεν ήταν η καινοτομία για την καινοτομία, αλλά η συνεχής βελτίωση: η περίφημη φιλοσοφία kaizen.
Το kaizen, ή αλλιώς “συνεχής βελτίωση”, δεν ήταν απλώς μια μέθοδος παραγωγής. Ήταν μια πολιτισμική στάση: κάθε εργαζόμενος, από το εργοστάσιο μέχρι τη διοίκηση, είχε ευθύνη να εντοπίζει και να διορθώνει προβλήματα.
Η ποιότητα δεν ήταν αρμοδιότητα ενός τμήματος. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ένα συλλογικό καθήκον. Έτσι δημιουργήθηκαν διαδικασίες όπως το Just-In-Time της Toyota, και το Total Quality Management που υιοθέτησαν σταδιακά όλες οι γιαπωνέζικες εταιρείες.
Πίσω από τα μεγάλα ονόματα των σημερινών βιομηχανικών γιγάντων βρίσκονταν προσωπικότητες που επηρέασαν καθοριστικά όχι μόνο την πορεία των εταιρειών τους, αλλά και την ίδια την κουλτούρα της ιαπωνικής βιομηχανίας.

Ο Kiichiro Toyoda, ιδρυτής της Toyota, δεν έβλεπε την αυτοκινητοβιομηχανία σαν απλή επιχείρηση. Επηρεασμένος από τις αρχές του πατέρα του, Sakichi Toyoda, οραματιζόταν μια εταιρεία που θα υπηρετεί την κοινωνία μέσω της παραγωγής αξιόπιστων προϊόντων.
Η Toyota ενσωμάτωσε στο DNA της την “monozukuri”, την τέχνη της κατασκευής με τεχνική αρτιότητα αλλά και ψυχική αφοσίωση. Δεν είναι τυχαίο ότι το εργοστάσιο της Toyota θεωρείται σήμερα από τα πιο -ας μας επιτραπεί ο νεολογισμός- “πνευματικά” εργοστάσια στον κόσμο.
Ο Soichiro Honda, από την άλλη, ήταν ένας χαρισματικός τεχνίτης και πεισματάρης εφευρέτης, που έβλεπε τα μηχανήματα ως προέκταση της ανθρώπινης εφευρετικότητας.
Η εταιρεία του, Honda Motor Co., καθιερώθηκε ως ένας κατασκευαστής κινητήρων με πρωτοφανή αντοχή και αποδοτικότητα. Ο ίδιος έλεγε: «Δεν με νοιάζει να κάνω τα καλύτερα αυτοκίνητα στον κόσμο. Με νοιάζει να κάνω τα καλύτερα μηχανικά συστήματα που δεν χαλάνε ποτέ».
Πάνω στις ιδέες και τις πρακτικές τέτοιων ανθρώπων, άρχισε να φτιάχνεται ο μύθος της γιαπωνέζικης αξιοπιστίας. Και σιγά-σιγά ήρθαν τα πρώτα μοντέλα, που έμελλε να γράψουν ιστορία και να κατακτήσουν τον κόσμο.

Η Toyota Corolla, με παραγωγή που ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια μονάδες, είναι ο ορισμός του αξιόπιστου οικογενειακού αυτοκινήτου. Εμφανίστηκε το 1966 και γρήγορα έγινε συνώνυμο της ποιότητας χωρίς φανφάρες. Χιλιάδες Corolla των δεκαετιών ’80 και ’90 εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα, με ελάχιστα προβλήματα.
Το Honda Civic, από το 1972, απέδειξε πως ένα μικρό hatchback μπορεί να είναι πιο ανθεκτικό από μοντέλα διπλάσια σε τιμή. Με τον επαναστατικό CVCC κινητήρα και ελαφρύ αμάξωμα, έγινε το αγαπημένο αυτοκίνητο όχι μόνο των καθημερινών οδηγών αλλά και των μηχανικών που έψαχναν μια πλατφόρμα χωρίς “παιδικές ασθένειες”.
Το Mazda MX-5, αν και roadster, είναι ίσως το πιο αξιόπιστο σπορ αυτοκίνητο στην ιστορία. Με απλό σχεδιασμό, λογικές ιπποδυνάμεις, και έναν κινητήρα που λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι, το Miata αποδεικνύει ότι η αξιοπιστία δεν είναι προνόμιο μόνο των οικογενειακών sedan ή των μεγάλων 4×4 που κατακτούν κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ακόμα και η μικρή σε μέγεθος Subaru, με την κορυφαία «συμμετρική» τετρακίνησή της και τους boxer κινητήρες, έχει χτίσει φήμη για αυτοκίνητα που λειτουργούν κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Και παραμένουν σαν να έχουν μόλις βγει από την έκθεση, ακόμα και αν το οδόμετρο έχει καταγράψει εξαψήφια νούμερα χιλιομέτρων.

Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτό που η εμπειρία έχει ήδη καταδείξει. Στην πιο πρόσφατη έκθεση του Consumer Reports για το 2024, στην κορυφή της λίστας αξιοπιστίας βρέθηκαν οι Lexus, Toyota, Honda, Subaru και Mazda, όλες ιαπωνικές.
Η Lexus, θυγατρική της Toyota, κρατά τα σκήπτρα της αξιοπιστίας εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Η εξήγηση είναι απλή: παίρνει το ήδη δοκιμασμένο μηχανικό υπόβαθρο της Toyota και προσθέτει πολυτέλεια, χωρίς να θυσιάζει την απλότητα.
Η Toyota, ως μητρική εταιρεία, συνεχίζει να επενδύει στην αξιοπιστία αντί να κυνηγάει συνεχώς τεχνολογικές μόδες. Οι υβριδικές της προτάσεις έχουν αποδειχθεί πιο αξιόπιστες ακόμα και από συμβατικά συστήματα.
Η Honda, παρότι έχει πειραματιστεί περισσότερο με τολμηρά σχέδια και μηχανικές λύσεις, εξακολουθεί να διατηρεί σταθερά υψηλή βαθμολογία στην αξιοπιστία, κυρίως χάρη στην απλότητα και ποιότητα κατασκευής των κινητήρων της.

Το Consumer Reports, όπως και άλλα ανεξάρτητα όργανα (π.χ. J.D. Power, TÜV Report στη Γερμανία), επιβεβαιώνουν κάθε χρόνο αυτό που οι Ιάπωνες κατασκευαστές χτίζουν δεκαετίες τώρα: τη φήμη του αυτοκινήτου που απλώς δεν χαλάει.
Αυτό που διακρίνει τις ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν είναι απλώς η τεχνική αρτιότητα. Είναι η ηθική της ευθύνης.
Σε αντίθεση με πολλά δυτικά μοντέλα διαχείρισης που βασίζονται στην εκμετάλλευση πόρων και την αύξηση του μεριδίου αγοράς με κάθε κόστος, οι Ιάπωνες δίνουν προτεραιότητα στη φήμη, στη μακροχρόνια εμπιστοσύνη και στη συνέχεια.
Αυτό δεν είναι ρομαντισμός. Είναι μια πολύ ιαπωνική εκδοχή του καπιταλισμού, βασισμένη στην ιδέα ότι η εταιρεία δεν είναι απλώς εργοδότης αλλά κοινωνικός οργανισμός.
Όταν μια ιαπωνική εταιρεία παραδέχεται ότι έκανε λάθος (όπως η Toyota στην ανάκληση των Prius το 2010), το κάνει με αναστοχασμό, αυτοκριτική, και προσπάθεια για διόρθωση. Η ζημιά μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη, αλλά η εμπιστοσύνη μακροχρόνια.
Καθώς η αυτοκινητοβιομηχανία περνά στη φάση της ηλεκτροκίνησης και της ψηφιοποίησης, αυτό που ονομάζουμε «αξιοπιστία» αλλάζει πρόσωπο. Δεν αφορά πλέον μόνο τους κινητήρες και τα φρένα, αλλά και το λογισμικό, τους αισθητήρες, την τεχνητή νοημοσύνη. Η Ιαπωνία εδώ δείχνει μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. Και προχωρά αργά, αλλά με σταθερότητα.
Η Toyota δεν ήταν η πρώτη που έτρεξε στο παιχνίδι των ηλεκτρικών, αλλά προσφέρει ήδη ηλεκτρικά μοντέλα με επίκεντρο την αξιοπιστία.

Η Mazda υιοθετεί ήπιες μεταβάσεις και κάνει μετρημένες κινήσεις, και η Subaru και η Suzuki συνεργάζονται συνεργάζεται με την Toyota για τις ηλεκτρικές τους προτάσεις, προκειμένου να διατηρήσουν τον πυρήνα της αξιοπιστίας.
Η Honda από την άλλη επιμένει να κάνει τα πράγματα με τον δικό της τρόπο, επιμένοντας και αυτή πρώτα στην σωστή λειτουργία με αντοχή στον χρόνο και μετά στους ψεύτικους εντυπωσιασμούς.
Το ζητούμενο πλέον δεν είναι απλώς να λειτουργεί το αυτοκίνητο, αλλά να μην σε «προδώσει» ποτέ, είτε στην ερημιά είτε στον κυβερνοχώρο. Και οι Ιάπωνες δείχνουν να κατανοούν την ηθική διάσταση αυτής της πρόκλησης καλύτερα από πολλούς.
Γι’ αυτό ήταν -και όπως φαίνεται θα παραμείνουν- η πρώτη επιλογή για μεγάλο μέρος των αγοραστών του πλανήτη που βλέπουν το αυτοκίνητο όχι σαν μία ακόμα αναλώσιμη οικιακή συσκευή, αλλά ένα προϊόν με έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο που συνδέεται με τη ζωή και τις ανάγκες των ανθρώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πηγή: Newsauto.gr

Bugatti: Πως το τολμηρό όραμα Ferdinand Piëch έφερε την επανάσταση στα super car με τον W16 κινητήρα στη Veyron
Στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας, λίγα ονόματα προκαλούν τον ίδιο σεβασμό για τις επιδόσεις, την πολυτέλεια και την πρωτοποριακή μηχανική όπως η Bugatti. Το Veyron 16.4, του 2005, ήταν ένα υπερ-σπορ αυτοκίνητο που γεννήθηκε από ένα τολμηρό όραμα και επαναπροσδιόρισε τα όρια των δυνατοτήτων.
Ωστόσο, η άφιξη της Veyron δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά το αποκορύφωμα μιας επίπονης έρευνας. Μεταξύ του 1998 και του 1999, μια σειρά ξεχωριστών μελετών σχεδιασμού διερεύνησε διαφορετικές πτυχές της φιλοδοξίας του Ferdinand Piëch, καθεμία ανοίγοντας το δρόμο για το τελικό σχέδιο.

Η γένεση της σύγχρονης Bugatti βασίζεται στη φιλοδοξία του Ferdinand Karl Piëch, τότε Προέδρου του Ομίλου Volkswagen. Το 1997, εμπνευσμένος από την επιθυμία να δημιουργήσει ένα υπερ αυτοκίνητο με ξεχωριστή φινέτσα και με δύναμη στον κινητήρα που να ξεπερνάει κάθε όριο, ο Piëch έβαλε μπροστά το σχέδιό του. Να υλοποιήσει αυτό που οραματίσθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο Shinkansen στην Ιαπωνία. Και η αρχή έγινε με τον επαναστατικό κινητήρα 18 κυλίνδρων.
Σχεδιασμένη σε ένα φάκελο, η κατασκευή W18 έγινε η βασική σύλληψη της ανακατασκευής της Bugatti, αφού η Volkswagen AG απέκτησε τα δικαιώματα της μάρκας τον Μάϊο του 1998. Ο Piëch δεν αναζήτησε μόνο ταχύτητα, αλλά ένα αυτοκίνητο ικανό να ξεπεράσει τα 400 km/h, προσφέροντας την άνεση, την κομψότητα και τη χρηστικότητα, μια εντελώς νέας πρόκλησης που απαιτούσε εντελώς νέες μηχανικές λύσεις.

Για να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο Ferdinand Piëch ανέθεσε στον Giorgetto Giugiaro της Italdesign να προσφέρει μια νέα φιλοσοφία οχήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το EB 118, έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 1998. Έκανε την εμφάνισή του ως ένα κομψό, επιβλητικό δίθυρο κουπέ αιχμαλωτίζοντας την πεμπτουσία ενός grand tourer. Ο σχεδιασμός του χαρακτηριζόταν από ένα μακρύ, φαρδύ καπό – που ήταν απαραίτητο εξαιτίας του μεγέθους του ατμοσφαιρικού κινητήρα W18 6,3 λίτρων που ήταν τοποθετημένος μπροστά και απέδιδε 555 ίππους.
Στο εσωτερικό, η καμπίνα αγκάλιασε επιρροές της Art Deco, δίνοντας έμφαση στην πολυτέλεια, την άνεση και τη χειροποίητη κατασκευή. Σε συνδυασμό με την προηγμένη μηχανική του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού συστήματος μετάδοσης κίνησης W18 και της μόνιμης τετρακίνησης, το EB 118 ήταν μια τολμηρή δήλωση προθέσεων: ένας απρόσκοπτος συνδυασμός της κληρονομιάς της Bugatti και της πρωτοποριακής καινοτομίας.

Αμέσως μετά, το πολυτελές σαλόνι EB 218 έκανε το ντεμπούτο του στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1999. Επίσης σχεδιασμένο από τον Giugiaro, το EB 218 παρουσιάστηκε ως εξέλιξη του προηγούμενου πρωτότυπου Bugatti EB 112 (από την εποχή Artioli) αλλά τώρα τροφοδοτούμενο από τον ίδιο τρομερό κινητήρα με τον EB 118.
Αυτό το τετράθυρο σεντάν αποτελούσε μια διαφορετική διάσταση της ταυτότητας της Bugatti, εστιάζοντας στην απόλυτη πολυτέλεια.
Με μήκος μεγαλύτερο από το EB 118, στα 5,3 μέτρα διέθετε διακριτικά αναθεωρημένες καμπυλότητες για τους προφυλακτήρες, τα φώτα και το καπό, προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις χωροταξίας του W18 σε ένα σεντάν διατηρώντας παράλληλα τη μόνιμη τετρακίνηση.
Το EB 218 απέδειξε την ευελιξία του κινητήρα W18 και την ικανότητα της μάρκας να παράγει όχι μόνο κουπέ αλλά και μεγάλα, υπερπολυτελή οχήματα, που θυμίζουν μοντέλα όπως το Type 41 Royale.
Μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε αργότερα εκείνο το έτος. Στο IAA στη Φρανκφούρτη τον Σεπτέμβριο του 1999, η Bugatti παρουσίασε το EB 18/3 Chiron. Σχεδιασμένο από τον Fabrizio Giugiaro υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, αυτό το concept απομακρύνθηκε από τη διάταξη του μπροστινού κινητήρα των προκατόχων του.
Το EB 18/3 Chiron ήταν μια καθαρή, διθέσια μελέτη σούπερ σπορ αυτοκινήτου με το W18 σε διάταξη κινητήρα τοποθετημένο στη μέση. Έτσι έγινε μια εντυπωσιακή αλλαγή στις αναλογίες του αυτοκινήτου με μια πιο επιθετική σχεδιαστικά προς τα εμπρός καμπίνα, χαρακτηριστική των σπορ αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων. Ενώ εξακολουθούσε να διαθέτει τον 555 PS W18 και τετρακίνηση, το στυλ επικεντρώθηκε περισσότερο στην αεροδυναμική απόδοση και τη δυναμική ικανότητα.

Αυτή η πρωτότυπη έκδοση, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό οδηγό αγώνων Bugatti, Louis Chiron, σηματοδότησε τη νέα τάση των υπερ-σπορ αυτοκινήτων που θα κατακτούσε τελικά η Veyron με τον εκπληκτικό W18 κινητήρα.
Ένα μήνα αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, έγινε το τελευταίο εξελικτικό βήμα για τη Bugatti EB 18/4 Veyron, πριν κάνει το ντεμπούτο της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τόκιο.
Κατασκευασμένο εσωτερικά από τον Όμιλο Volkswagen υπό τις οδηγίες του Hartmut Warkuß, με το εξωτερικό να σχεδιάζεται από το νεαρό Jozef Kabaň, το EB 18/4 παρουσίαζε μια πολύ πιο συμπαγή και εστιασμένη σιλουέτα σπορ αυτοκινήτου με κινητήρα στο κέντρο. Το στυλ του προμήνυε έντονα το εμβληματικό σχήμα, τις αναλογίες και τα βασικά σχεδιαστικά στοιχεία του αυτοκινήτου παραγωγής.

Αν και αρχικά εμφανίστηκε με τον κινητήρα W18, η τεράστια πρόκληση της αξιόπιστης εξαγωγής άνω των 1.000 PS και η διαχείριση της θερμότητας και της πολυπλοκότητας του ατμοσφαιρικού W18 οδήγησε σε μια καθοριστική μηχανική αλλαγή. Μέχρι το 2000, πάρθηκε η απόφαση για την ανάπτυξη ενός νέου κινητήρα: του 8,0 λίτρων, τετραπλού υπερσυμπιεστή W16. Αυτός ο κινητήρας θα μπορούσε να επιτύχει πιο αποτελεσματικά τους στόχους ακραίων επιδόσεων της Piëch των 1.001 PS και τελικής ταχύτητας άνω των 400 km/h, αν και απαιτούσε ένα πρωτοφανώς εξελιγμένο σύστημα ψύξης.
Η επιλογή του ονόματος «Veyron» για το τελικό πρωτότυπο και το αυτοκίνητο παραγωγής που ακολούθησε ήταν μία επιλεκτική αναφορά από την πλούσια κληρονομιά της Bugatti. Ο Pierre Veyron (1903-1970) ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ένας οδηγός αγώνων. Ήταν μηχανικός ανάπτυξης και επίσημος οδηγός δοκιμών για τη μάρκα κατά τη δεκαετία του 1930. Το κορυφαίο του επίτευγμα ήρθε το 1939 όταν, μαζί με τον Jean-Pierre Wimille, εξασφάλισε μια νίκη για την Bugatti στο διάσημο 24 Hours of Le Mans, πιλοτάροντας ένα Tank Type 57C.

Το ταξίδι από το αρχικό σκίτσο W18 του Ferdinand Piëch μέχρι το κορυφαίο παγκοσμίως Veyron 16.4 ήταν απόδειξη αδιάκοπης καινοτομίας, επαναληπτικής σχεδίασης και βαθύ σεβασμού για την κληρονομιά της Bugatti. Τα πρωτότυπα αυτοκίνητα – EB 118, EB 218, EB 18/3 Chiron και EB 18/4 Veyron – δεν ήταν απλές σχεδιαστικές ασκήσεις αλλά κρίσιμα βήματα μηχανικής. Καθένα από αυτά εξερεύνησε διαφορετικά στυλ (grand tourer, πολυτελές σεντάν, σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα στο κέντρο) και δοκίμασε τα όρια του φιλόδοξου κινητήρα W18, πριν η τελική σύγκλιση του σχεδιασμού και η μηχανική στροφή προς τον κινητήρα W16 καθορίσουν τη Veyron. Έδειξαν τη φιλοδοξία, τις μηχανικές προκλήσεις και την εξελισσόμενη σχεδιαστική γλώσσα που κορυφώθηκε σε ένα όχημα που τιμούσε το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα σφυρηλατούσε ένα εντελώς νέο μέλλον για τον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Πηγή: Zougla.gr
