Ένα μήνα μετά το ντεμπούτο της στο Le Mans, η Bugatti έφερε την έκδοση παραγωγής της Bolide στο Goodwood Festival of Speed, που διεξήχθη το περασμένο τριήμερο, με το γαλλικό αγωνιστικό να τραβά τα βλέμματα τόσο στατικό, όσο και στη διάσημη ανάβαση του κτήματος.

Πίσω από τιμόνι βρέθηκε ο Andy Wallace, νικητής του Le Mans το 1988, ο οποίος οδήγησε τη Bolide στην πίστα και παρουσίασε στο κοινό τις ικανότητες της.
Ο Andy Wallace είναι ένας από τους καλύτερους οδηγούς των αγώνων αντοχής στον κόσμο και επίσημος οδηγός της Bugatti από το 2011, ενώ ανήκει σε μια πολύ επιλεγμένη ομάδα ανθρώπων που έχουν κερδίσει το Triple Crown, ήτοι νίκη στον 24ωρο αγώνα του Le Mans, στον 24ωρο αγώνα της Daytona και στις 12ώρες του Sebring.
Να θυμίσω ότι η Bolide παραγωγής ζυγίζει 1.450 κιλά και ο 8,0 λίτρων quad-turbo W16 κινητήρας της αποδίδει 1.600 άλογα και 1.600 Nm ροπής.

Τρακάροντας με 200χλμ./ώρα (βίντεο)
Δεν είναι μυστικό πως την τελευταία επταετία οι ιπποδυνάμεις ακόμα και των mainstream μοντέλων, έχουν αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό. Πλέον δεν υπάρχει διψήφιο νούμερο για το 0-100 ενώ, αρχικά με τα turbo και πλέον με τον εξηλεκτρισμό, όχι μόνο οι επιταχύνσεις αλλά και οι τελικές ταχύτητες των αυτοκινήτων έχουν διπλασιαστεί απότομα.
Πλέον ένα τυπικό αυτοκίνητο έχει το λιγότερο 150 άλογα και την δυνατότητα να αγγίξει με μεγάλη άνεση τα 180χλμ./ώρα, προσφέροντας βέβαια καλύτερα πατήματα και περισσότερα συστήματα υποβοήθησης του οδηγού.
Η καθημερινή όμως εξοικείωση με μεγαλύτερες ιπποδυνάμεις, θα πρέπει να συνοδεύεται και με συνεχή υπενθύμιση πως η νούμερο ένα αιτία θανατηφόρων τροχαίων παγκοσμίως είναι η υπερβολική ταχύτητα.
Τα αυτοκίνητα γίνονται όλο και γρηγορότερα, οι οδηγοί όμως παραμένουν στο ίδιο επίπεδο καθώς η εκπαίδευση γύρω από αυτά, παραμένει αυτούσια εδώ και δεκαετίες. Είναι αρκετά σημαντικό λοιπόν να θυμηθούμε μέσω ενός βίντεο, τα καταστροφικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει ένα τροχαίο με ιλιγγιώδη ταχύτητα όπως τα 200χλμ./ώρα. Ένα νούμερο που πριν μερικά χρόνια μόνο τα αγωνιστικά αυτοκίνητα είχαν τη δυνατότητα να ανακτήσουν, όμως πλέον είναι σχεδόν συνηθισμένο.
