Η εμπειρία της οδήγησης ψηφιοποιείται ολοένα και περισσότερο, καθώς οι υπολογιστές με αστραπιαία αντανακλαστικά ελέγχουν όλο και περισσότερο το αυτοκίνητο. Ωστόσο ένα κανάλι στο Youtube (Driven Media) θέλησε να αποδείξει εάν τελικά το launch control είναι σε θέση να πετύχει καλύτερη εκκίνηση και επιτάχυνση από έναν έμπειρο οδηγό.
Για το «πείραμα» χρησιμοποίησαν μία Ferrari 488 Pista που εφοδιάζεται με V8 twin-turbo 3.9λτ. απόδοσης 710 ίππων και 770 Nm ροπής. Καθώς όλη αυτή η ισχύς αποστέλλεται από τον κινητήρα που είναι τοποθετημένος στο πίσω μέρος μέσω ενός κιβωτίου ταχυτήτων διπλού συμπλέκτη επτά σχέσεων, ο οδηγός της Ferrari έχει μερικά μηχανικά πλεονεκτήματα για να αντισταθμίσει την τεράστια δύναμη περιστροφής των ελαστικών.
Όπως λέει ο επαγγελματίας οδηγός Scott Mansell, το launch control μπορεί να παρέχει ακριβώς τόση ροπή, όση μπορούν να αντέξουν οι πίσω τροχοί πριν αρχίσουν να χάνουν πρόσφυση. Χρησιμοποιώντας αισθητήρες και εξισώσεις, το αυτοκίνητο μπορεί να το κάνει αυτό σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, παρακάμπτοντας εντελώς τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος πάντα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αντιληφθεί αρχικά και να αντιδράσει στη συνέχεια.
Με το Launch control το 400άρι έγινε σε 11.15 δευτ. Η πρώτη απόπειρα του οδηγού από την άλλη ήρθε στα 11.18δευτ. «Αυτό είναι εκπληκτικό. Νομίζω ότι μπορώ να το νικήσω! Πραγματικά πιστεύω ότι μπορώ να το νικήσω γιατί τότε είχα πάρα πολύ σπινάρισμα», λέει ο Mansell πριν δοκιμάσει για δεύτερη φορά.

Μετά από μερικές ακόμα απόπειρες, ο οδηγός κατάφερα να κερδίσει τον χρόνο του launch control, κάνοντας μόλις 10.99 δευτ., έχοντας βέβαια και την βοήθεια από τα ζεσταμένα ελαστικά, αλλά και το χαμηλότερο βάρος από το λιγότερο καύσιμο.
Πηγή: Zougla.gr

Η Mercedes-AMG GT3 κατακτά την πίστα του Bathurst! (βίντεο)
Στο Bathurst της Αυστραλίας, εκεί όπου κάθε Φεβρουάριο διεξάγεται ο 12ωρος αγώνας αντοχής Buthurst 1000, η Mercedes αποφάσισε να στείλει φέτος όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και την AMG GT3. Το μοντέλο πίστας οδηγήθηκε από τον Jules Gounon, ο οποίος έσπασε ρεκόρ!
Η αγωνιστική διαδρομή Mount Panorama έχει μήκος 6,213 χιλιόμετρα και είναι τόσο στενή, όσο και επικίνδυνη. Μερικοί μάλιστα τη συγκρίνουν με το Nordchleife Nurburgring!
Η αγωνιστική διαδρομή άνοιξε το 1938 και έγινε διάσημη για τις υψηλές της απαιτήσεις, τους τεχνικούς τομείς, αλλά και για την περίφραξη από την οποία περιβάλλεται.
Παρότι είναι μία πίστα που ενέχει πολλούς κινδύνους και αυτό αποδεικνύεται κάθε χρόνο στον εγχώριο αγώνα των 1.000 χιλιομέτρων, η Mercedes-AMG ήθελε να τιμήσει τα 130 χρόνια ιστορίας της στο motorsport μέσω αυτής. Για αυτό, στην Αυστραλία και το Bathurst κατέφτασε μία πολύ βελτιωμένη έκδοση της GT3.

Η πιο απελευθερωμένη και συνάμα αεροδυναμικά «τουμπανιασμένη» GT3 αποδείχθηκε ο νέος «Βασιλιάς του Βουνού»! Ο Gounon σημείωσε 1:56.605 με 192 χλμ./ώρα μέση ωριαία, συντρίβοντας έτσι το 1:58.679 μίας Brabham BT62. Για να έχετε μία τάξη μεγέθους, ο φετινός poleman του εγχώριου αγώνα σημείωσε 2:01.981 με μία BMW M4 GT3.
Τι το τόσο ιδιαίτερο όμως έχει αυτή η Mercedes-AMG GT3 και κατέρριψε τους χρόνους τόσων άλλων GT; Τα «ασημί βέλη» φρόντισαν αρχικά η σχεδίασή της να είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα αγωνιστικά που τρέχουν στην Mount Panorama, αλλά η κυρίως αναβάθμιση αφορούσε στον κινητήρα.
Χωρίς τους περιοριστές ροής αέρα του εργοστασιακού μοντέλου, ο V8 των 6,2 λίτρων απέδωσε 650 ίππους, περίπου 100 ίππους παραπάνω.

Επίσης, το αγωνιστικό τμήμα της Mercedes πρόσθεσε φρένα από ανθρακονήματα για μέγιστη απόδοση πέδησης. Έτσι και αλλιώς, μιλάμε για μία πίστα όπου το απότομα φρενάρισμα είναι συχνό.
Εξωτερικά, η Mercedes άλλαξε ορισμένες λεπτομέρειες στο χαμηλό μέρος του εμπρός προφυλακτήρα, στα μαρσπιέ και στον διαχύτη για μέγιστη αεροδυναμική απόδοση. Το μυστικό για να κερδίσει μερικά έξτρα δέκατα μάλιστα ήταν στους καθρέφτες οι οποίοι λειτούργησαν σαν αεροδυναμικά «πτερύγια»!
Προς εγκυκλοπαιδική σας γνώση, το ρεκόρ πίστας το κατέχει η MP4-23, το μονοθέσιο της McLaren στη Formula 1 το 2011, με οδηγό τον Τζένσον Μπάτον (1:48.88).
