Classic

13 Apr, 2020 Ώρα 22:30

Ο μύθος του Mazda RX-7 - Τα ρεκόρ παραγωγής και ταχύτητας

Thumbnail

Το Mazda RX-7 παρουσιάστηκε το 1978, και ήταν το πρώτο σπορ μοντέλο μαζικής παραγωγής της ιαπωνικής φίρμας αλλά και το πιο καλοπουλημένο όχημα με περιστροφικό κινητήρα στην ιστορία. Ήταν επίσης και το μοντέλο που εκτόξευσε στα ύψη τη φήμη της εταιρείας μέσα από τις εκπληκτικές επιτυχίες του στο πεδίο των αγώνων αυτοκινήτου.

Close

_

 

Close

Η πρώτη γενιά

Η πρώτη γενιά RX-7 (πλατφόρμα “FB”), που ξεκίνησε να πωλείται στην Ιαπωνία το 1978 και την επόμενη χρονιά στην Ευρώπη, προκάλεσε αμέσως αίσθηση. Με βάρος λίγο πάνω από 1.000 κιλά, το αυτοκίνητο διέθετε κινητήρα με ισχύ από 100 έως 135 ίππου (ανάλογα με την αγορά), που του εξασφάλιζε κορυφαίες επιδόσεις. Η τοποθέτηση του μικρού σε διαστάσεις κινητήρα, ακριβώς πίσω από τον εμπρός άξονα, η κίνηση στους πίσω τροχούς και η σχεδόν τέλεια κατανομή βάρους, συνετέλεσαν στο να χαρίσουν στο αυτοκίνητο απαράμιλλη οδική συμπεριφορά.

Close

Ο κινητήρας χωρητικότητας 1,146cm3 με το διπλό ρότορα απέκτησε στη συνέχεια και έκδοση turbo με 160 ίππους για την Ιαπωνική αγορά, ενώ στην αγορά της Β. Αμερικής κυκλοφόρησε μία ελαφρώς μεγαλύτερη έκδοση.

_

 

Η δεύτερη γενιά

Η δεύτερη γενιά του RX-7 (“FC”) παρουσιάστηκε το 1985 σε design στυλ Porsche και περιλάμβανε έναν αριθμό βελτιώσεων στον τομέα των επιδόσεων, όπως το Mazda DTSS (Dynamic Tracking Suspension System) και το σύστημα υπερσυμπίεσης. Η λύση της υπερσυμπίεσης, αποδείχθηκε ότι ταίριαζε ιδανικά στον περιστροφικό κινητήρα λόγω των χαρακτηριστικών της ροής της εξαγωγής, και της αρκετά ικανοποιητικής ενίσχυσης της ροπής στις μεσαίες στροφές.

Ο 13Β του 1.3λίτρου ήταν πλέον στάνταρ για όλες τις αγορές, και το RX-7 θα ήταν αρχικά διαθέσιμο στην Ευρώπη με ένα ατμοσφαιρικό κινητήρα 150 και 180 ίππων και στη συνέχεια θα ακολουθούσαν εκδόσεις με twin-scroll turbo και 200ίππους. Το μοντέλο με την κορυφαία ιπποδύναμη έφτανε τα 100χλμ/ώ σε μόλις 6δλ. και είχε τελική 240χλμ./ώ.

_

 

Η τρίτη γενιά

Η τρίτη και τελευταία γενιά (“FD”) που παρουσιάστηκε το 1992, ήταν ένα καθαρόαιμο αυτοκίνητο επιδόσεων. Ένας νέος σειριακός υπερσυμπιεστής εκτόξευε την ιπποδύναμη του κινητήρα 13B της Ευρωπαϊκής έκδοσης στους 239 ίππους. Σύμφωνα με τους οπαδούς του, το αυτοκίνητο ήταν το μοντέλο με το καλύτερο κράτημα από όλα τα RX-7.

Ο χρόνος των 5.3δλ. για τα 0-100km/h και τα 250χλμ. της τελικής (με περιοριστή) εξασφάλισαν στο διθέσιο αμάξωμα των 1,300 κιλών μία θέση ανάμεσα στα κορυφαία σπορ αυτοκίνητα της εποχής του, αλλά και μία πρώτη θέση στον αγώνα των 24 ωρών του Le Mans. Δυστυχώς, το 1996, το RX-7 σταμάτησε να πωλείται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης λόγω μη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς εκπομπών ρύπων. Εντούτοις η Mazda συνέχισε να κατασκευάζει μόνο δεξιοτίμονες εκδόσεις, και συνέχισε να αυξάνει την ισχύ του κινητήρα του, φθάνοντας τελικά τους 280ίππους στις εκδόσεις μόνο για την Ιαπωνική αγορά.

_

 

Ρεκόρ παραγωγής

Το 2002 είναι η χρονιά που σήμανε το τέλος ενός από τα πιο ξεχωριστά σπορ αυτοκίνητα της ιστορίας. Μεταξύ 1978 και 2002, από τη γραμμή παραγωγής πέρασαν 811,634 μονάδες, αριθμός που αποτελεί μακράν τη μεγαλύτερη παραγωγή από οποιοδήποτε μοντέλο με περιστροφικό κινητήρα.

Σε ολόκληρη την διαδρομή του μοντέλου, κατασκευάστηκαν διάφορες τροποποιημένες εκδόσεις από την κάθε γενιά, που έσπασαν τα ρεκόρ ταχύτητας στην κατηγορία τους : Στη διαδρομή του Bonneville Salt Flats στις ΗΠΑ το 1978 (FB, 296km/h), το 1986 (FC, 383.7km/h) και το 1995 (FD, 389km/h).

_

 

 

31 Jan, 2025 Ώρα 09:44

Αυτή η Ferrari 166 του 1948 είναι φουλ εργοστασιακή!

Thumbnail

Ήταν 1929 όταν ο Έντζο Φεράρι ίδρυσε την ομώνυμη εταιρεία, αρχικά ως ομάδα αγώνων και έπειτα ως αυτοκινητοβιομηχανία.

Close

Όλοι γνωρίζουν για το πρώτο μοντέλο, την 125 S που ο Έντζο κατασκεύασε μαζί με τον Τζιοατσίνο Κολόμπο ο οποίος ανέλαβε την κατασκευή του V12 των 1.500 κ. εκ.

 

Close

 

Από την 125 S, η Ferrari πέρασε στην 159 S την ίδια χρονιά, μέχρι το 1948 να δημιουργήσει την 166. Η συγκεκριμένη που έχουμε τώρα μπροστά μας βρέθηκε στα χέρια του Σοάβε Μπεσάνα που την αγόρασε με σκοπό να τρέξει σε αγώνες, αν και το αυτοκίνητο ήταν 100% νόμιμο και για το δημόσιο οδικό δίκτυο.

Close

Το πλαίσιο της 166 είναι ατσάλινο σωληνωτό, με το αμάξωμα να έχει σχεδιαστεί από την Carrozzeria Ansaloni. Η 166 που δημοπρατείται τώρα έχει αριθμό πλαισίου 004 C και ο κινητήρας της είναι δίλιτρος, μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα της τότε γκάμας, με μέγιστη ισχύ 140 ίππους.

 

 

Η 166 του Σοάβε Μπεσάνα συμμετείχε σε μία σειρά από αγώνες, χωρίς όμως να κερδίσει ποτέ κάτι σημαντικό. Ωστόσο, έχει πάρει εκκίνηση στον αγώνα Targa Florio του 1948, στο Mille Miglia την ίδια χρονιά, στο Gran Premio di Bari, το GP di Mantova και σε πολλούς ακόμα.

Το 1949, ο Μπεσάνα συνέχισε να αγωνίζεται με τη Ferrari 166 σε αναβάσεις, αγώνες Formula 2, μέχρι που τελικά τη βαρέθηκε και την πούλησε σε μία μιλανέζικη εταιρεία. Τον περισσότερο καιρό της εκείνη την περίοδο, η 166 τον πέρασε στη Γαλλία.

 

 

Το 1957, πουλήθηκε στον ιδιοκτήτη της παριζιάνικης Sport Auto Garage, Γκαστόν Γκαρινό ο οποίος την αποθήκευσε και τη διατήρησε στην εργοστασιακή της κατάσταση. Το 1965 παραδόθηκε στον Χένρι Κλαρκ Τζούνιορ, ιδιοκτήτη του μουσείου Long Island Automotive.

Στην οικογένεια Κλαρκ, η Ferrari 166 έμεινε έως το 2015, αλλά δεν αγωνίστηκε και γενικότερα δεν ταλαιπωρήθηκε. Μάλιστα, πέρασε διαδικασία αποκατάστασης και για αυτό είναι εν έτει 2025 σε κατάσταση… βιτρίνας, αλλά ταυτόχρονα και εργοστασιακή.

 

 

Το τελευταίο αποδεικνύεται από το πλαίσιο, το αμάξωμα, τον κινητήρα και το 5τάχυτο κιβώτιο, αφού όλα είναι ακριβώς όπως όταν η 166 κατασκευάστηκε το 1948.

Από το 2015 και μετά, η 166 του Μπεσάνα βρισκόταν σε μία ανώνυμη κολεξιόν με Ferrari στις ΗΠΑ και πρωταγωνίστησε σε μία σειρά από σπέσιαλ event, όπου και κέρδισε πολλούς επαίνους.

Η επίσημη ονομασία της είναι Ferrari 166 Spyder Corsa και αυτή την περίοδο έχει μπει σε δημοπρασία από τον οίκο Broad Arrow. Η τιμή της υπολογίζεται μεταξύ 5,5 και 7,5 εκατομμυρίων ευρώ, απολύτως λογική, καθώς είναι φουλ εργοστασιακή και σαν καινούργια, ακόμα και 77 χρόνια (!) μετά τη δημιουργία της από τον Έντζο Φεράρι.